Η συζήτηση για τη μουσική δεν είναι ποτέ πολιτικά ουδέτερη – πολύ δε περισσότερο, όταν το μάρκετινγκ της μουσικής βιομηχανίας συνδέεται με τις φυλετικές διακρίσεις και την ιστορία του ρατσισμού.
Όπως γράφει η Rhiannon Giddens στον Guardian, ο διαχωρισμός της μουσικής σε είδη είναι προϊόν του καπιταλισμού: η μουσική βιομηχανία διαφοροποιεί τα προϊόντα της και αυξάνει τα κέρδη της δημιουργώντας διαφορετικά καταναλωτικά κοινά. Πολύ νωρίς, από τη δεκαετία του 20 οι δισκογραφικές εταιρίες ηχογραφούσαν και προωθούσαν τους λευκούς μουσικούς ως hillbilly (‘χωριάτικη’) μουσική και τους μαύρους μουσικούς ως race (φυλετική) μουσική, κατηγορίες που τη δεκαετία του 60 θα εξελιχθούν σε country και R&B αντίστοιχα, τη δεκαετία του 80 σε rock και hip hop κ.λπ.
Αυτά τα εργαλεία μάρκετινγκ της μουσικής βιομηχανίας ξαναγράφουν σταδιακά την ιστορία: ηχογραφώντας και προωθώντας μόνο τα τραγούδια λευκών μουσικών ως country δημιουργείται μια πλασματική εικόνα της country ως αποκλειστικά «λευκής» μουσικής – εικόνα που παραβλέπει τον ρόλο των μαύρων μουσικών ως εμπνευστών και συνδιαμορφωτών του είδους, αλλά και τη χρήση οργάνων όπως το μπάντζο που προέρχεται από τη μουσική παράδοση της αφροαμερικανικής κοινότητας.
Κομβική σημασία όμως για τη μουσική βιομηχανία έχει και η προώθηση μέσω ραδιοφωνικών σταθμών αφιερωμένων στο είδος, που μέχρι σήμερα λειτουργούν ως πυλωροί και διαμορφωτές των ορίων του τι είναι και τι δεν είναι αποδεκτό ως «country» – ορίων που συνάδουν με τον εγγενή ρατσισμό της μουσικής βιομηχανίας και την ιδεολογία της λευκής ανωτερότητας.
Ποιος γράφει την ιστορία της μουσικής και ποιος αποκλείεται από αυτήν; Πώς συνδέονται οι δισκογραφικές εταιρείες και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί με τις φυλετικές διακρίσεις; Γιατί έχει τόσο αντιρατσιστική όσο και μουσική σημασία η σύγχρονη country / americana σκηνή;
No comments:
Post a Comment