6 April 2025

Αρνούμαστε να είμαστε αυτό που θέλετε να είμαστε

 

Όχι, η reggae δεν είναι μια ευχάριστη καλοκαιρινή μουσική, ούτε σκοπός της είναι να διασκεδάζει λευκά ακροατήρια. Είναι μια αμιγώς πολιτικοποιημένη μουσική κουλτούρα ενάντια στο παρόν αλλά και το παρελθόν του ρατσισμού, το οποίο περιλαμβάνει το τραύμα της δουλείας. Και, από αυτήν την άποψη, η reggae ενώνει ένα πολιτικό νήμα από την Tζαμάικα της εποχής του διατλαντικού εμπορίου σκλάβων μέχρι τις μεταποικιακές αντιστάσεις στις γειτονιές των σύγχρονων καπιταλιστικών μητροπόλεων.  

Καθόλου τυχαία, το Μουσείο του Λονδίνου στα Docklands στεγάζεται σε ένα κτήριο που την εποχή της δουλείας λειτουργούσε ως αποθήκη ζάχαρης από τις φυτείες των λεγόμενων Δυτικών Ινδιών. Σύμφωνα με την έκθεση Λονδίνο, Ζάχαρη και Δουλεία, πλοία εταιριών όπως η Royal Africa Company στα τέλη του 17ου αιώνα και η Company of Merchants Trading to Africa μετά το 1750, ξεκινούσαν από τις αποβάθρες μπροστά από το σημερινό μουσείο και πήγαιναν στην Αφρική, όπου φόρτωναν το κερδοφόρο τους εμπόρευμα: ανθρώπους που μετέφεραν στην Καραϊβική για να τους πουλήσουν σαν σκλάβους. Και στον δρόμο του γυρισμού μετέφεραν στο Λονδίνο ένα άλλο κερδοφόρο εμπόρευμα: τη ζάχαρη που παρήγαγαν οι σκλάβοι στις φυτείες, η οποία ήταν προϊόν πολυτελείας εκείνη την εποχή.

Πάνω από 3.100 πλοία, λέει το Μουσείο, έφυγαν από το Λονδίνο για να μεταφέρουν στην Καραϊβική πάνω από 1 εκατομμύριο Αφρικανούς σε καθεστώς δουλείας, με αποτέλεσμα στα τέλη του 180υ αιώνα το ένα τέταρτο των εσόδων της Βρετανίας να προέρχεται από εισαγωγές από τις Δυτικές Ινδίες. Η φρικιαστική αυτή επιχείρηση παραγωγής και πώλησης σκλάβων και ζάχαρης δημιούργησε τεράστιο πλούτο, ο οποίος αποτέλεσε θεμέλιο του Βρετανικού ιμπεριαλισμού. Για να δικαιολογηθεί ωστόσο η αγριότητα της βίας και της εκμετάλλευσης, έπρεπε να απαξιωθεί η ανθρώπινη υπόσταση των σκλάβων και να υποτιμηθεί ο πολιτισμός τους. Και έτσι, εδώ θα συναντήσουμε τον βιολογικό αλλά και τον πολιτισμικό ρατσισμό, οι ρίζες των οποίων δεν είναι ξέχωρες από οικονομικά συμφέροντα.

Στις φυτείες, συνεχίζει το Μουσείο, θα επικρατήσει καθεστώς τρόμου και βαναυσότητας, αλλά και συστηματική υπονόμευση της κοινής πολιτισμικής ταυτότητας των σκλάβων. Τα πραγματικά τους αφρικανικά ονόματα θα αντικατασταθούν, οικογένειες θα χωριστούν, όσοι μιλάνε την ίδια γλώσσα θα σταλούν σε διαφορετικές φυτείες, και τα αφρικανικά έθιμα θα απαγορευτούν. Κι όμως, παρά τις ακραίες συνθήκες βίας και καταπίεσης, τα αφρικανικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά θα αντέξουν στον χρόνο και θα ενσωματωθούν σε μια νέα αφροκαραϊβική κουλτούρα που θα αναδειχτεί σταδιακά, μέρος της οποίας είναι σήμερα η reggae.

Την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας κύρια πηγή  εξαγωγών ζάχαρης ήταν – το μαντέψατε; Η Τζαμάικα των φυτειών όπου αρχικά δούλευαν σκλάβοι, και, μετά την κατάργηση της δουλείας, οι φτωχοί απόγονοί τους: 92% του πληθυσμού της χώρας σήμερα είναι αφρικανικής ή μικτής αφρικανικής καταγωγής, κυρίως από τη Γκάνα και τη Νιγηρία. Η Τζαμάικα θα ανεξαρτητοποιηθεί το 1962 και η reggae μουσική, που αναπτύσσεται ραγδαία στο τέλος εκείνης της δεκαετίας, θα αντικατοπτρίσει από τα κάτω το παρελθόν και το παρόν του ρατσισμού. 



Η reggae θα εστιάσει στην έννοια της Βαβυλώνας, η οποία προέρχεται από το κίνημα Rastafari και μεταφορικά σηματοδοτεί το δυτικό, αποικιοκρατικό και σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο ιστορικά περιλαμβάνει τη δουλεία και συνεχίζεται με διαφορετικές μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά, το εξώφυλλο του Survival, του πλέον πολιτικοποιημένου άλμπουμ των Bob Marley & the Wailers από το 1979, περιλαμβάνει μια ιστορική και μαζί εφιαλτική αποτύπωση των απάνθρωπων συνθηκών της δουλείας: την κάτοψη του αμπαριού του βρετανικού δουλεμπορικού πλοίου Brooks. Ταυτόχρονα, το βλέμμα του Marley είναι σύγχρονο, συνολικό και ριζοσπαστικό: αρνούμαστε να είμαστε αυτό που θέλετε να είμαστε, λέει στο κομμάτι Babylon System, όπου, μεταξύ άλλων, ασκεί κριτική σε θρησκευτικούς θεσμούς αλλά και στην εκπαίδευση: πείτε στα παιδιά την αλήθεια, επιμένει ο Marley, το σύστημα της Βαβυλώνας είναι ο βρικόλακας που πίνει το αίμα όσων υποφέρουν.  

Οπότε όχι, η reggae δεν είναι μια ευχάριστη καλοκαιρινή μουσική, όπως έχει συχνά προσπαθήσει η μουσική βιομηχανία να μας πείσει. Φυσικά, όπως και άλλες μουσικές των από κάτω, έχει προωθηθεί και πουληθεί σε λευκά ακροατήρια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πιο εμπορικά επιτυχημένο reggae άλμπουμ όλων των εποχών με 25 εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως: τη συλλογή «μεγαλύτερων επιτυχιών» του Bob Marley με τίτλο Legend που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του. Με αυτήν την κυκλοφορία η δισκογραφική εταιρεία Island είχε σκοπό να μεγιστοποιήσει τις πωλήσεις της στοχεύοντας το mainstream λευκό ακροατήριο, και το έπραξε προτεραιοποιώντας τραγούδια με θέμα την αγάπη και την ειρήνη και αποφεύγοντας αφροκεντρικά τραγούδια ριζοσπαστικής πολιτικής διαμαρτυρίας. Το αποτέλεσμα ήταν η κατασκευή ενός ευπώλητου, δηλαδή πολιτικά αποδυναμωμένου και συμβατικού, μουσικού προϊόντος, πράγμα που αφορά επίσης το σύγχρονο merchandising και την πρόσφατη βιογραφική ταινία για τον Marley.

Oι Wailers είχαν άλλωστε από πολύ νωρίς νιώσει την πίεση της μουσικής βιομηχανίας, καθώς το μάρκετινγκ της εταιρείας Island επεδίωκε εξατομικευμένη προώθηση εστιάζοντας στο όνομα του Bob Marley εις βάρος της συλλογικής ταυτότητας του συγκροτήματος, με αποτέλεσμα την αποχώρηση του Peter Tosh και του Bunny Wailer το 1974 – o δεύτερος μάλιστα είχε αποκαλέσει «Chris Whiteworst» τον επικεφαλής της εταιρείας Chris Blackwell. Και οι δύο μουσικοί θα συνεχίσουν τον ριζοσπαστικό τους προσανατολισμό σε κλασσικά πλέον κομμάτια, όπως το Not Gonna Give It Up που ασκεί κριτική στην εκμετάλλευση της Αφρικής, από το άλμπουμ του Peter Tosh Mamma Africa του 1983, και το Fighting Against Conviction που αναφέρεται στην φτώχεια στο γκέτο του Κίνγκστον, από το άλμπουμ του Bunny Wailer Blackheart Man του 1976.




Τη δεκαετία του 70 και του 80 – όπως είχε αντίστοιχα συμβεί με τα blues την δεκαετία του 60 – λευκοί μουσικοί, κυρίως βρετανοί, θα οικειοποιηθούν ρυθμούς και μελωδίες της reggae, κατά κανόνα ανεξάρτητα από τις πολιτικές της σημασίες, απευθυνόμενοι σε λευκά ακροατήρια με το αζημίωτο για τη μουσική βιομηχανία. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, η μουσική που προέρχεται από τους σκλάβους και δημιουργείται από τους σύγχρονους απογόνους τους – δηλαδή η πρωτοπόρα σύγχρονη μουσική που εκτείνεται από τα gospels και τα spirituals, στα blues, την jazz και τη soul – θα οδηγήσει σε μια νέα καινοτομία που θα σφραγίσει τη μουσική για τα επόμενα 50 χρόνια: τη γέννηση του hip hop στις φτωχές γειτονιές της Νέας Υόρκης, το οποίο θα εξελιχθεί σε παγκόσμια μουσική γλώσσα των από κάτω μέχρι σήμερα. Και ως τέτοιο δε θα μπορούσε να μη συναντηθεί με την reggae, όπως συναντούν οι The Roots τον Bob Marley στο remix του Burnin’ and Lootin’ από τη συλλογή Chant Down Babylon του 1999: για όλους τους από κάτω, για κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται, σε κάθε γειτονιά και σε κάθε γκέτο.



Burn down Babylon: reggae & dub ενάντια στον ρατσισμό και την εκμετάλλευση, από το γκέτο του Κίνγκστον μέχρι τις εργατικές γειτονιές του Λονδίνου (φωτογραφία: Homer Sykes)

No comments:

Post a Comment