Τo dub είναι οργανικό μέρος της
αφρο-καραϊβικής μουσικής κουλτούρας και ως τέτοιο αρχικά συμβάδισε με την reggae
– ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, η άλλη της πλευρά, τόσο κυριολεκτικά όσο και
μεταφορικά. Οι dub εκδοχές reggae κομματιών εμφανίστηκαν ως b-sides σε singles, και είχαν τη μορφή ατμοσφαιρικών remixes
με ενισχυμένο τον ήχο των ντραμς και του μπάσου, αφαίρεση ή και απομόνωση φωνητικών, και προσθήκη
ηχητικών εφέ όπως echo και reverb.
«Η πρώτη πλευρά ενός δίσκου θα με αφύπνιζε μέσω κοινωνικού σχολιασμού που μιλούσε
για την πολιτική, τη φυλή, την τάξη, την ανθρωπότητα, τη δικαιοσύνη και την
αδικία, για την αγάπη και για τη θλίψη», λέει στο Μουσείο του Λονδίνου η Sistah
Stella του Κινήματος Rastafari. «Αλλά ήταν η δεύτερη πλευρά με το dub που μου έδινε ένα εντελώς βαθύ και εσωτερικό,
σχεδόν ηλεκτρικό κύμα ενδυνάμωσης. Είναι, ξέρεις, η
μπασογραμμή, όπως χτυπάει πάνω σου διώχνει κάθε τι αρνητικό».
To dub αναπτύχθηκε ραγδαία τη δεκαετία του 70 στην Τζαμάικα, αλλά και στο
Λονδίνο από την αφρο-καραϊβική
μεταναστευτική κοινότητα. Η έκθεση Dub London: Bassline of the City στο Μουσείο του Λονδίνου περιλάμβανε
ομοίωμα δισκοπωλείου ως χαρακτηριστικό χώρο συνεύρεσης και κοινωνικοποίησης της
κοινότητας: οι άνθρωποι δεν πήγαιναν εκεί απλά για να αγοράσουν δίσκους, αλλά
για να συζητήσουν, να γνωριστούν, να μάθουν νέα από τη Τζαμάικα αλλά και τα νέα
της γειτονιάς τους, λέει η επιμελήτρια Theresa Dhaliwal Davies στην εφημερίδα The Guardian. Έφταναν μετανάστες από την Καραϊβική, προσθέτει ο dub MC Papa Face, και πήγαιναν
κατευθείαν από το αεροδρόμιο με τις βαλίτσες τους στο reggae και dub δισκοπωλείο που διατηρούσε τη
δεκαετία του 80 στο Λονδίνο: «το δισκοπωλείο θα ήταν η πρώτη τους πραγματική
εμπειρία από την Αγγλία – ήξεραν ότι θα έβρισκαν άκρη εκεί – ήταν σαν ένα
καταφύγιο, σαν ένα δικό τους σπίτι».
Αυτή η μουσική ήταν επίσης συνδεδεμένη με το άνοιγμα χώρων για την αφρο-καραϊβική κοινότητα ενάντια στον κοινωνικό της αποκλεισμό, όπως στην περίπτωση των πάρτυ σε αυτοοργανωμένα clubs που στεγάζονταν προσωρινά σε σπίτια των μελών της και χρησιμοποιούσαν αυτοσχέδια ηχητικά συστήματα για να παίξουν τη μουσική της. Μια σχετική αναπαράσταση των πάρτυ ως μορφή αντίστασης υπάρχει στο δεύτερο επεισόδιο της σειράς Small Axe του Steve McQueen με τίτλο Lovers Rock. «Ήταν μια DIY κουλτούρα», λέει o σκηνοθέτης στην εφημερίδα The Guardian, «και μέρος του λόγου για αυτό ήταν ότι οι μαύροι δεν ήταν τόσο ευπρόσδεκτοι στα clubs οπότε έπρεπε να δημιουργήσουν έναν δικό τους χώρο». Μαζί με τα reggae και lovers rock τραγούδια του επεισοδίου, ακούγεται και το κλασσικό Kunta Kinte Dub των The Revolutionaries από το 1976, κομμάτι που φέρει το όνομα του σκλάβου που αποτελεί τον κύριο χαρακτήρα στο μυθιστόρημα Roots του Alex Haley.
To dub άσκησε επιρροή
στην pop, το rock και το punk, ήταν καταλυτικό για την εξέλιξη όλου του
φάσματος της χορευτικής ηλεκτρονικής μουσικής, όπως και της ambient και του trip hop, αποτελεί θεμέλιο του jungle και του drum & bass,
και συνομιλεί με το hip hop. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς
το σύγχρονο μουσικό τοπίο χωρίς το dub. Ταυτόχρονα, ωστόσο, πρόκειται για αμιγώς λαϊκή μουσική: πολιτισμικά
υπήρξε και παραμένει έκφραση της αφρο-καραϊβικής διασποράς, μέρος του
soundtrack της γιορτής της και των συμβολικών μορφών της αντίστασής της, και αποτελεί
σύγχρονο ηχητικό σημείο αναφοράς μιας διεθνούς και σε μεγάλο βαθμό underground σκηνής.
Και από αυτήν την άποψη, οι μουσικές, αισθητικές και τεχνολογικές
καινοτομίες του dub ναι
μεν υπήρξαν επιδραστικές και υιοθετήθηκαν από άλλα είδη ή και δημιούργησαν νέα,
αλλά δεν υπήρξαν ποτέ πολιτικά ουδέτερες. Ως ηχητική αποδόμηση αλλά και
ανασύνθεση της reggae, αναγωγή στον σκληρό της πυρήνα αλλά και ανάδειξη των
βασικών της χαρακτηριστικών, το dub είναι επίτευγμα μηχανικών ήχου και παραγωγών όπως
ο King Tubby και o Lee “Scratch” Perry, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το King
Tubby Meets Rockers Uptown του Augustus Pablo από το 1976 και το Blackboard
Jungle Dub των The Upsetters από το 1973. Αυτός ο καινοτόμος ήχος αποτελεί αντανάκλαση πάνω στην τραυματική ιστορία της
Καραϊβικής, τη δουλεία και την αποικιοκρατία, ισχυρίζεται ο Joe Davidson: τα θραυσματικά ηχητικά τοπία του dub αναγκάζουν τον ακροατή να συμπληρώσει
ο ίδιος τα κενά τους, να φανταστεί την ανασύνθεση του κόσμου.
Η τεχνική της αφαίρεσης ή απομόνωσης φωνητικών από την αρχική ηχογράφηση
δεν είναι απλά καλλιτεχνική επιλογή, και το κενό που δημιουργείται, ή και
υποβάλλεται από ηχητικά εφέ όπως το echo, δεν είναι ένα στουντιακό τρικ: πρόκειται για πολιτικές δηλώσεις, όπως
επισημαίνουν οι Mad Collective Connection, για την ηχητική δημιουργία χώρων
όπου μπορεί κανείς «να σκεφτεί, να νιώσει, και να αντισταθεί». Με άλλα λόγια,
το dub είναι πρωτοπόρα,
αυθεντική και κοινωνικά ριζωμένη πολιτισμική έκφραση και πρακτική που έρχεται
από τα κάτω, σε αντίθεση με το μοντέλο μαζικής και εμπορευματοποιημένης
διασκέδασης των mainstream DJ sets ηλεκτρονικής μουσικής.
Burn down Babylon: reggae & dub ενάντια στον ρατσισμό και την εκμετάλλευση, από το γκέτο του Κίνγκστον μέχρι τις εργατικές γειτονιές του Λονδίνου (φωτογραφία: Homer Sykes)
No comments:
Post a Comment