30 March 2025

Επειδή δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει σε εμάς

 

Εργάτρια, ποιήτρια, τραγουδίστρια, συνθέτρια, συγγραφέας, φωτογράφος, είναι  μερικές από τις ιδιότητες που έχει η Patti Smith, η εμβληματική αλλά και αντισυμβατική αυτή μουσικός. Κοινός και επίμονος άξονας στο έργο της είναι η δυνατότητα μας να φτιάξουμε συλλογικά έναν καλύτερο κόσμο ενάντια σε κοινωνικές ανισότητες, διακρίσεις και προκαταλήψεις, πολέμους και περιβαλλοντικές καταστροφές. Tο People Have the Power, από το album Dream of Life του 1988, δείχνει, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο τραγούδι της, πόσο πολύ μας εμπιστεύεται η Patti, πόσο πολύ πιστεύει σε εμάς.



H Patti Smith έχει προλεταριακή καταγωγή, η μητέρα της ήταν σερβιτόρα και ο πατέρας της βιομηχανικός εργάτης. Η ίδια έχει σκιαγραφήσει τη δική της εμπειρία στο εργοστάσιο με μελανά χρώματα: σκληρή δουλειά, μονοτονία και αδιέξοδο, δηλαδή αλλοτρίωση, όπως έλεγε κάποτε ο παππούς Κάρολος στο Κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, η φτωχή εργάτρια Patti βίωσε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και το μωρό της δόθηκε αναγκαστικά  για υιοθεσία.

Η εμπειρία της στο εργοστάσιο καταγράφεται στην  πρώτη της κυκλοφορία, το single Hey Joe του 1974, το οποίο περιλαμβάνει ως b-side τo Piss Factory. Εδώ, η δουλειά στο εργοστάσιο επιβάλλεται από την ανάγκη της επιβίωσης και χαρακτηρίζεται, δυστυχώς, από την απουσία συντροφικότητας και συλλογικής συνείδησης μεταξύ των εργατών. Από εδώ επίσης ξεκινάει, ως επιθυμία, η διαφυγή της Patti στη Νέα Υόρκη.



Στη Νέα Υόρκη η Patti είναι μια φτωχή υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο που αναγκάζεται να κοιμηθεί κάποιες φορές στα παγκάκια. Την ίδια εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του 60, θα συναντήσει τον Robert Mapplethorpe, με τον οποίο θα έχουν μια προσωρινή ερωτική σχέση και θα παραμείνουν φίλοι μέχρι το θάνατό του από AIDS το 1988. Στη Νέα Υόρκη θα συγκατοικήσουν και θα περάσουν μαζί την ιδιαίτερη εκείνη περίοδο που διαμορφώνονται και οι δύο ως καλλιτέχνες – εκείνη ως ποιήτρια και μουσικός, εκείνος ως φωτογράφος.

Ο Robert θα φωτογραφίσει την Patti για το εξώφυλλο του Horses, του πρωτοποριακού και πολυαγαπημένου πρώτου της αλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1975 και αποτελεί το διττό θεμέλιο του θρύλου της: από τη μια πλευρά, ο τραχύς rock n roll ήχος της, άμεσος, απέριττος αλλά και αυτοσχεδιαστικός, και, από την άλλη, η ποιητική της, η αυστηρή και παθιασμένη της απαγγελία, με ρίζες στην κουλτούρα των beatniks. «Συνειδητά προσπαθούσα», θα πει η ίδια στο NPR το 2004, «να κάνω ένα άλμπουμ που θα έκανε έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου να μη νιώθει μόνος. Ανθρώπους που ήταν σαν εμένα, διαφορετικοί». Και αυτό είναι κάτι που η Patti καταφέρνει διαχρονικά με το άλμπουμ Horses, στο οποίο θα επανέλθουμε, αλλά και με το συνολικό της έργο.



Η Patti Smith δεν έπαψε ποτέ να κυκλοφορεί συναρπαστική μουσική, όπως θα ακούσουμε στη συνέχεια, ούτε όμως προσαρμόστηκε στον παραδοσιακό κύκλο παραγωγής της μουσικής βιομηχανίας που συνεπάγεται τη συνεχή διαδοχή μεταξύ περιοδειών και κυκλοφοριών νέων άλμπουμς. Αντίθετα, απείχε επανειλημμένα από τη δισκογραφία, αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο στους δικούς της ανθρώπους, και αργότερα αντιμετωπίζοντας απώλειες και πένθη, και επέστρεφε με βάση δικούς της μουσικούς, και όχι αλλότριους εμπορικούς, λόγους. 

Το έργο και η πρακτική της Patti Smith δε χωράει κάτω από καμία συμβατική ταμπέλα, ούτε σε αυθαίρετους και αναδρομικούς χαρακτηρισμούς, π.χ. ιέρεια, νονά, γιαγιά κ.λπ. του punk, οι οποίοι είναι εξόφθαλμα αντίθετοι με τον δικό της λόγο. Η μουσική της Patti Smith ήταν και παραμένει πάντα στραμμένη προς ένα ανθηρό μέλλον και ταυτόχρονα ριζωμένη σε ένα καλλιτεχνικό παρελθόν που εκτείνεται από τον Arthur Rimbaud στον Jimi Hendrix, αντλεί δυνάμεις από τον απελευθερωτικό αυτοσχεδιασμό της jazz του John Coltrane και προσανατολίζεται προς έναν ανθρωποκεντρισμό που αναζητά τον προσωπικό αλλά και συλλογικό αυτοπροσδιορισμό κοιτάζοντας επίπονα βιώματα στα μάτια. 

«Το να είσαι καλλιτέχνης, αλλά και το να είσαι ανθρώπινο πλάσμα αυτήν την εποχή, είναι δύσκολο», λέει η ίδια στο Louisiana Literature Festival το 2012. «Περνάς τη ζωή σου προσπαθώντας να μείνεις υγιής, και να είσαι όσο μπορείς ευτυχισμένος κάνοντας αυτό που θέλεις. Μπορεί να θέλεις να κάνεις παιδιά, μπορεί να θέλεις να γίνεις φούρναρης, μπορεί να θέλεις να πας να ζήσεις σε ένα δάσος ή να σώσεις το περιβάλλον, ή να γράφεις σενάρια για τηλεοπτικές σειρές – δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να ξέρεις τι θέλεις, να προσπαθείς να το υλοποιήσεις, και να καταλαβαίνεις ότι θα είναι δύσκολο, γιατί η ζωή είναι πραγματικά δύσκολη. Θα χάσεις ανθρώπους που αγαπάς, θα ραγίσει η καρδιά σου, κάποιες φορές θα αρρωστήσεις, κάποιες φορές θα πεινάσεις. Αλλά, από την άλλη πλευρά, θα έχεις τις πιο όμορφες εμπειρίες – κάποιες φορές αρκεί να κοιτάς τον ουρανό, κάποιες φορές είναι κάτι που έφτιαξες και νιώθεις υπέροχα, κάποιες φορές είναι κάποιος που αγαπάς, ή τα παιδιά σου. Υπάρχουν όμορφα πράγματα στη ζωή αλλά και το να υποφέρεις είναι μέρος της. [...] Είναι σαν μια διαδρομή με τα πάνω και τα κάτω της, δε θα είναι ποτέ τέλεια, θα έχει τέλειες στιγμές αλλά και δύσκολα σημεία, και συνολικά αξίζει τον κόπο».


Η εμβληματική αλλά και αντισυμβατική μορφή της rock μουσικής: η εργάτρια, ποιήτρια, τραγουδίστρια, συνθέτρια, συγγραφέας και φωτογράφος με την ακλόνητη εμπιστοσύνη στη δυνατότητά μας να αλλάξουμε τον κόσμο.


23 March 2025

Κάνετε έρωτα, όχι ραδιόφωνο

«Ζητάμε ν’ αλλάξουμε την παθητική σχέση ακροατή-ραδιοφώνου, που υπήρχε μέχρι σήμερα. Να ενεργοποιήσουμε τον ακροατή με αφυπνιστικούς ερεθισμούς σε προβλήματα σκέψεως και τέχνης»: αυτός ήταν ο σκοπός του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας σύμφωνα με τον Μάνο Χατζηδάκι, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνσή του στη Μεταπολίτευση, από το 1976 μέχρι το 1980.

Tο Τρίτο Πρόγραμμα παραμένει θρυλικό, όχι μόνο γιατί αποτέλεσε όαση για την εποχή του, την οποία έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι και οι περισσότερες από μας  δεν προλάβαμε, αλλά γιατί αποτελεί πρότυπο μέχρι σήμερα: «πρότυπο για όσους κάνουν ραδιόφωνο και για όσους αναζητούν εστίες πολιτισμού που μπορούν πραγματικά να λειτουργούν με ελευθερία και δημιουργικότητα», λέει ο Γιώργος Κουρουπός, ο οποίος ήταν αναπληρωτής διευθυντής την ίδια περίοδο που το Τρίτο θα έμενε στην ιστορία ως η καλύτερη στιγμή του ελληνικού ραδιοφώνου. Μια στιγμή που φυσικά και δεν έχει καμία σχέση με την εμπορικότητα της ιδιωτικής κερδοσκοπικής ραδιοφωνίας, ούτε με τη συνάρθρωση μεταξύ αγοράς, δισκογραφικών εταιριών και ραδιοφωνικών παραγωγών, ούτε με την επιτήδευση και τον ναρκισσισμό που μπορεί, δυστυχώς, να συναντήσει κανείς ακόμα και σε εναλλακτικά εγχειρήματα.

Με άλλα λόγια, η ραδιοφωνική καινοτομία παραμένει ζητούμενο, όχι φυσικά ως απομίμηση του Τρίτου εκείνης της περιόδου, αλλά ως παραγωγή πρωτότυπου περιεχομένου ενάντια στις ραδιοφωνικές, και όχι μόνο, συμβάσεις της δικής μας εποχής. Ένα από τα πράγματα, άλλωστε, που δείχνει η ιστορία του Τρίτου είναι ότι το κριτικό βλέμμα μπορεί να αποκτήσει διαχρονική σημασία, όπως συμβαίνει με Τα Σχόλια του Τρίτου που έκανε ο Χατζηδάκις τα μεσημέρια της Κυριακής. Ενδεικτικά, Το Πρόσωπο του Τέρατος κι o Φόβος Μήπως το Συνηθίσουμε εκφωνήθηκε το μακρινό 1978 αλλά παραμένει επίκαιρο, ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή της ανόδου της ακροδεξιάς: «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά».



Κάνετε έρωτα, όχι ραδιόφωνο: η μαγική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι μέσα από κλασσικές, νεότερες και ορχηστρικές εκτελέσεις – και μαζί, η αναντικατάστατη οπτική του για το ραδιόφωνο μέσα από τα σχόλια του Τρίτου.

21 March 2025

Σαν τα δάκρυα να ήταν για τα μάτια μας άγνωστα

Γείωση στην καθημερινότητα, στις λύπες αλλά και τις χαρές των κοινωνικά περιθωριοποιημένων και των οικονομικά αδύναμων, αμεσότητα αλλά και μουσική δεξιοτεχνία, γλυκιά, ακαταμάχητη μελαγχολία αλλά και αφηγηματική δύναμη – τέτοιες είναι οι αρετές της country μουσικής που η ιστορία της συνομιλεί και επικαλύπτεται με τα blues, τη folk, το rock, αλλά και με παραδοσιακές μουσικές όπως το bluegrass.

Επειδή, ωστόσο, ο όρος country είναι υπέρμετρα γενικός και αόριστος, είναι νομίζω καλύτερα να μιλήσουμε για αντιθέσεις, όπως είναι, από τη μια πλευρά, η τάση της μουσικής βιομηχανίας προς τη μαζική παραγωγή συμβατικών τραγουδιών με εμπορική κατεύθυνση και κοινωνικά και πολιτικά αδιάφορο ή ανοιχτά συντηρητικό περιεχόμενο, και, από τη άλλη, η αμφισβήτησή της: η ανάδειξη εναλλακτικών ήχων από μουσικούς με διακριτό χαρακτήρα και ταυτότητα, αυτονομία και καλλιτεχνικό έλεγχο πάνω στη δουλειά τους, αλλά και θέσεις ενάντια στην εργασιακή εκμετάλλευση και τον ρατσισμό, υπέρ του φεμινισμού και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.

Σε αυτήν τη μουσική στρεφόμαστε, σε αυτούς τους σύγχρονους πολιτισμικούς πολέμους, όπως  γράφει το περιοδικό The Νew Yorker αναφερόμενο, μεταξύ άλλων, στην Amanda Shires, τον Jason Isbell, τη Margo Price και τον Tyler Childersσύγχρονα πρόσωπα ενός ρεύματος πολύμορφης μουσικής και πολιτικής αμφισβήτησης που έχει ρίζες στη folk και το rock της δεκαετίας του 60, όπως και στην outlaw country της δεκαετίας του 70, και που σήμερα ονομάζεται alternative country ή και americana. 

Είναι, βλέπετε, μια μουσική που θα ήθελε να ζήσει ελεύθερη, όπως πετάνε τα πουλιά, χωρίς έγνοιες και χωρίς βάρη, όπως δηλαδή θα θέλαμε να ζήσουμε κι εμείς. 

Σαν να ξέρουμε πώς είναι να πετάς ελεύθερα. 

Και σαν να μην ξέρουμε πώς είναι να πέφτεις και πώς είναι να κλαις.

Σαν τα δάκρυα να ήταν για τα μάτια μας άγνωστα.



Φωτεινές καρδιές και κοφτερές λέξεις: ιστορίες για την αγάπη και την απώλεια, και η ανάδειξη του φεμινισμού και του αντιρατσισμού στη σύγχρονη alternative country μέσα από νέες, και όχι μόνο, κυκλοφορίες της Amanda Shires, του Jason Isbell, της Margo Price και του Tyler Childers.

12 March 2025

Αυτή η μουσική δεν είναι για τον βασιλιά

«Όλη η μουσική είναι πολιτική, σωστά; Ή κάνεις μουσική που ευχαριστεί τον βασιλιά και την αυλή του, ή κάνεις μουσική για τους δουλοπάροικους που βρίσκονται εκτός των τειχών», λένε οι Godspeed You! Black Emperor σε μια από τις σπάνιες φορές που έχουν δώσει συνέντευξη, στην προκειμένη περίπτωση στην εφημερίδα The Guardian το 2012.

Και αυτό ακριβώς κάνουν, μουσική για δουλοπάροικους, γιατί δουλοπάροικοι είναι και οι ίδιοι. «Αρχίσαμε να δημιουργούμε αυτόν τον θόρυβο μαζί», λέει το συγκρότημα στην ίδια συνέντευξη, «όταν είμασταν νέοι και άφραγκοι – το μόνο πράγμα για το οποίο είμασταν σίγουροι είναι ότι οι επαγγελματίες μουσικοκριτικοί φαίνονταν εντελώς εκτός πραγματικότητας και κανένας δε νοιαζόταν για αυτά που αγαπούσαμε εκτός από εμάς τους ίδιους [...] Αποφασίσαμε να μην έχουμε τραγουδιστή, να μην έχουμε αρχηγό, να μη δίνουμε συνεντεύξεις, να μη βγάζουμε φωτογραφίες για προώθηση».

Αυτή είναι η καρδιά του πρωτότυπου ήχου των Godspeed You! Black Emperor: ο συλλογικός αυτοσχεδιασμός ως αντίθεση στην τυποποίηση και την εμπορική φόρμα, στο συμβατικό μοντέλο του τραγουδιού, τη μικρή διάρκεια, την εύκολη μελωδία. H έμπρακτη ανάδειξη της συλλογικότητας, του συγκροτήματος ως μουσική κολλεκτίβα, και όχι των μουσικών ως άτομα με όρους ναρκισσισμού και επιτήδευσης. Kαι μαζί, ένας λόγος πολιτικοποιημένος, αντικαπιταλιστικός και αναρχικός, εναντίον της εκμετάλλευσης και υπέρ της κοινωνικής αλλαγής.

Αυτός ο «θόρυβος» αυτών των «δουλοπάροικων» συνεχίζει να εξελίσσεται και να εμπλουτίζεται εδώ και τριάντα χρόνια, χαρίζοντάς μας εμβληματικά κομμάτια όπως το Piss Crowns Are Trebled από το άλμπουμ Asunder, Sweet and Other Distress του 2015.




Πρωτοποριακές post-rock και post-metal κυκλοφορίες, πάντα και μόνο για ανοιχτές καρδιές – και ξέρετε τι παθαίνουν οι καρδιές όταν είναι ανοιχτές

5 March 2025

Χάνοντας τα εγώ και βρίσκοντας το εμείς

Δε θα ήταν ενδιαφέρον αν είχαν οι ακροατές τη δυνατότητα να κάνουν τις δικές τους ραδιοφωνικές εκπομπές και εμείς οι παραγωγοί γινόμασταν ακροατές τους; Αυτήν την πρόταση αρχίσαμε να συζητάμε με τη φίλη και ακροάτρια Γεωργία – μια πρόταση που στον σκληρό της πυρήνα έχει κάτι πολύ απλό: μια μέρα. 

Μια μέρα ακούς ένα τραγούδι που σου αρέσει τόσο πολύ ώστε να θέλεις να ακούσεις κι άλλα τραγούδια αυτού του συγκροτήματος, κι άλλα συγκροτήματα αυτού του ήχου, θα δεις τις σελίδες τους online, θα ακούσεις το υλικό τους, θα διαβάσεις τις συνεντεύξεις τους  τι άλλο να κάνεις; Αφού αγάπησες αυτό το τραγούδι, κι αυτό σε πήρε από το χέρι και σε οδήγησε εκεί. Προφανώς στην πορεία μαθαίνεις κάτι για όλα αυτά, αλλά εκ του αποτελέσματος, δεν είναι αυτό το κίνητρό σου. Το κίνητρό σου είναι η αγάπη για τη μουσική, και ξέρετε τι συνοδεύει την αγάπη: το μοίρασμα, και για αυτό η πορεία που ξεκινάει με ένα τραγούδι που σου άρεσε πολύ δεν είναι ποτέ ατομική. Θα το στείλεις σε φίλους σου, θα συζητήσεις για αυτό, το ίδιο θα κάνουν και εκείνοι και καθώς μοιραζόμαστε αυτά πού αγαπάμε, μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον – δηλαδή συλλογικά.

Τώρα, υπάρχουν και ηλίθιοι, πάντα υπήρχαν και το κίνητρό τους δεν είναι η αγάπη για τη μουσική αλλά η εξουσία. Θέλουν να λένε ότι ξέρουν περισσότερα από τους άλλους, ότι ακούν μουσική καλύτερη από τους άλλους, αλλιώς δε νιώθουν ότι έχουν αξία, οι καημένοι. Αυτή η κτητική, ιδιοκτησιακή σχέση με τη μουσική παλαιότερα είχε ακόμα και υλική μορφή: τη συλλογή πολλών και υποτίθεται σπουδαίων και σπάνιων βινυλίων που είχε ο υποτιθέμενος «γνώστης».

Σιγά μην έπαιρνε η αγάπη στα σοβαρά τέτοιες «γνώσεις» – αντίθετα, ακόμα και την εποχή πριν το internet μαζευόμασταν σε σπίτια και ακούγαμε μαζί τα βινύλια του καθενός, τα δανείζαμε ο ένας στον άλλον, φτιάχναμε playlists και τις γράφαμε σε κασέτες ο ένας για τον άλλον  και τα μοιραζόμασταν όλα αυτά για να έχουμε την ίδια πρόσβαση στην ίδια μουσική, για να ανήκει σε όλους μας εξίσου. Και φυσικά, πέρα από το τι κάναμε ως άτομα και παρέες, υπήρχαν συλλογικότητες, αυτοοργανωμένοι χώροι, συναυλίες αλληλεγγύης, κινηματικά συγκροτήματα με αντιεμπορευματική στάση, που συνολικά πρέσβευαν μια αδιαμεσολάβητη, συλλογική και εξισωτική σχέση με τη μουσική, πέρα από και ενάντια στη λογική δισκογραφικών εταιριών, ραδιοφωνικών σταθμών, μουσικών περιοδικών, συναυλιακών χώρων  και μαγαζιών, είτε mainstream είτε εναλλακτικών. 

Αυτή η αντιεραρχική αντίληψη για τη μουσική έχει ακόμα περισσότερες δυνατότητες στη δική μας εποχή της ψηφιοποίησης, της καθιέρωσης των mp3 αρχείων και των σταθερών και Wi-Fi συνδέσεων στο internet. Υπάρχουν ακόμα ανισότητες βέβαια, αυτό που ονομάζουμε ψηφιακό χάσμα: δεν είναι όλες οι συνδέσεις και όλες οι συσκευές ίδιων δυνατοτήτων και ίδιου κόστους, ούτε έχουμε όλοι την ίδια τεχνογνωσία. Παρόλα αυτά τείνουμε να έχουμε περισσότερες δυνατότητες αδιαμεσολάβητης πρόσβασης στη μουσική από όσες είχαμε πριν την ψηφιοποίηση, πράγμα που ισχύει και για το ραδιόφωνο.

Ακούω κάποιες φορές ανθρώπους να αναπολούν κάποιες παλιές καλές εποχές που το ραδιόφωνο ήταν  πώς να το πούμε τώρα, αγγελικά πλασμένο; Προφανώς και είναι κατανοητή η νοσταλγία σε ανθρώπινο επίπεδο, πρακτικά όμως φοβάμαι πως δεν υπήρξαν τέτοιες εποχές. Σε σημαντικό βαθμό, το ραδιόφωνο ήταν το μέσο με το οποίο η μουσική βιομηχανία προωθούσε τα προϊόντα της στους καταναλωτές της, και τα mainstream και τα εναλλακτικά, γιατί οι δισκογραφικές εταιρίες, είτε μεγαλύτερες είτε μικρότερες, έκαναν παρόμοιες δουλειές. Μας πουλούσαν τη δυνατότητα να ακολουθήσουμε το όποιο μουσικό ρεύμα ήταν της μόδας, να ανήκουμε δηλαδή στο κοπάδι, μας πουλούσαν όμως και τη δυνατότητα να διαφέρουμε από αυτό, αγοράζοντας υποτίθεται ψαγμένη «εναλλακτική» μουσική εμπορεύματα ήταν και τα μεν και τα δε. Αυτά για να μη μασάμε τα λόγια μας, αναγνωρίζοντας φυσικά ότι στο ραδιόφωνο υπήρχαν σπουδαίες εξαιρέσεις, όπως το Τρίτο Πρόγραμμα της περιόδου του Μάνου Χατζιδάκι, για το οποίο έχουμε μιλήσει σε προηγούμενη εκπομπή. 

Στη δική μας εποχή το webradio δίνει τη δυνατότητα ενός πιο συλλογικού και συμμετοχικού ραδιοφώνου, δηλαδή τη δυνατότητα να άρουμε, ή τουλάχιστον να μειώσουμε, την απόσταση μεταξύ παραγωγών και ακροατών, και δυνητικά να γίνουμε όλοι παραγωγοί και ταυτόχρονα ακροατές ο ένας του άλλου, πράγμα που έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει. Και για αυτό η χώρα των θαυμάτων, προφανώς και με μεγάλη χαρά, παραχωρεί ώρες της σε ακροατές για να μοιραστούν τη μουσική που αγαπούν εντός ενός υποστηρικτικού, ασφαλούς και αλληλέγγυου ραδιοφωνικού χώρου. Και δεν χρειάζεται να έχετε καμία δήθεν «γνώση» για τη μουσική, μόνο αγάπη για αυτήν και επιθυμία να τη μοιραστείτε, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να  διασχίσουμε την έρημο: όλ@ μαζί και κανέν@ μόνο. 


Όταν η έρημος στην άλλη άκρη του κόσμου μοιάζει με τη δική μας: άγιος θόρυβος, ακαταμάχητες μελωδίες και η διεθνής μαγεία του αυτοσχεδιασμού από την Καλιφόρνια μέχρι την Αθήνα και από τη Σουηδία μέχρι το Μεξικό – και μαζί, δυο λόγια για το ραδιόφωνο, τη συλλογικότητα και την αγάπη για τη μουσική.