7 August 2025

Ένα σχεδόν ηλεκτρικό κύμα ενδυνάμωσης

 

Τo dub είναι οργανικό μέρος της αφρο-καραϊβικής μουσικής κουλτούρας και ως τέτοιο αρχικά συμβάδισε με την reggae – ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, η άλλη της πλευρά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Οι dub εκδοχές reggae κομματιών εμφανίστηκαν ως b-sides σε singles, και είχαν τη μορφή ατμοσφαιρικών remixes με ενισχυμένο τον ήχο των ντραμς και του μπάσου, αφαίρεση ή και απομόνωση φωνητικών, και προσθήκη ηχητικών εφέ όπως echo και reverb. «Η πρώτη πλευρά ενός δίσκου θα με αφύπνιζε μέσω κοινωνικού σχολιασμού που μιλούσε για την πολιτική, τη φυλή, την τάξη, την ανθρωπότητα, τη δικαιοσύνη και την αδικία, για την αγάπη και για τη θλίψη», λέει στο Μουσείο του Λονδίνου η Sistah Stella του Κινήματος Rastafari. «Αλλά ήταν η δεύτερη πλευρά με το dub που μου έδινε ένα εντελώς βαθύ και εσωτερικό, σχεδόν ηλεκτρικό κύμα ενδυνάμωσης. Είναι, ξέρεις, η μπασογραμμή, όπως χτυπάει πάνω σου διώχνει κάθε τι αρνητικό».

To dub αναπτύχθηκε ραγδαία τη δεκαετία του 70 στην Τζαμάικα, αλλά και στο Λονδίνο από την αφρο-καραϊβική μεταναστευτική κοινότητα. Η έκθεση Dub London: Bassline of the City στο Μουσείο του Λονδίνου περιλάμβανε ομοίωμα δισκοπωλείου ως χαρακτηριστικό χώρο συνεύρεσης και κοινωνικοποίησης της κοινότητας: οι άνθρωποι δεν πήγαιναν εκεί απλά για να αγοράσουν δίσκους, αλλά για να συζητήσουν, να γνωριστούν, να μάθουν νέα από τη Τζαμάικα αλλά και τα νέα της γειτονιάς τους, λέει η επιμελήτρια Theresa Dhaliwal Davies στην εφημερίδα The Guardian. Έφταναν μετανάστες από την Καραϊβική, προσθέτει ο dub MC Papa Face, και πήγαιναν κατευθείαν από το αεροδρόμιο με τις βαλίτσες τους στο reggae και dub δισκοπωλείο που διατηρούσε τη δεκαετία του 80 στο Λονδίνο: «το δισκοπωλείο θα ήταν η πρώτη τους πραγματική εμπειρία από την Αγγλία – ήξεραν ότι θα έβρισκαν άκρη εκεί – ήταν σαν ένα καταφύγιο, σαν ένα δικό τους σπίτι».

Αυτή η μουσική ήταν επίσης συνδεδεμένη με το άνοιγμα χώρων για την αφρο-καραϊβική κοινότητα ενάντια στον κοινωνικό της αποκλεισμό, όπως στην περίπτωση των πάρτυ σε αυτοοργανωμένα clubs που στεγάζονταν προσωρινά σε σπίτια των μελών της και χρησιμοποιούσαν αυτοσχέδια ηχητικά συστήματα για να παίξουν τη μουσική της. Μια σχετική αναπαράσταση των πάρτυ ως μορφή αντίστασης υπάρχει στο δεύτερο επεισόδιο της σειράς Small Axe του Steve McQueen με τίτλο Lovers Rock. «Ήταν μια DIY κουλτούρα», λέει o σκηνοθέτης στην εφημερίδα The Guardian, «και μέρος του λόγου για αυτό ήταν ότι οι μαύροι δεν ήταν τόσο ευπρόσδεκτοι στα clubs οπότε έπρεπε να δημιουργήσουν έναν δικό τους χώρο». Μαζί με τα reggae και lovers rock τραγούδια του επεισοδίου, ακούγεται και το κλασσικό Kunta Kinte Dub των The Revolutionaries από το 1976, κομμάτι που φέρει το όνομα του σκλάβου που αποτελεί τον κύριο χαρακτήρα στο μυθιστόρημα Roots του Alex Haley.




To dub άσκησε επιρροή στην pop, το rock και το punk, ήταν καταλυτικό για την εξέλιξη όλου του φάσματος της χορευτικής ηλεκτρονικής μουσικής, όπως και της ambient και του trip hop, αποτελεί θεμέλιο του jungle και του drum & bass, και συνομιλεί με το hip hop. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς το σύγχρονο μουσικό τοπίο χωρίς το dub. Ταυτόχρονα, ωστόσο, πρόκειται για αμιγώς λαϊκή μουσική: πολιτισμικά υπήρξε και παραμένει έκφραση της αφρο-καραϊβικής διασποράς, μέρος του soundtrack της γιορτής της και των συμβολικών μορφών της αντίστασής της, και αποτελεί σύγχρονο ηχητικό σημείο αναφοράς μιας διεθνούς και σε μεγάλο βαθμό underground σκηνής.

Και από αυτήν την άποψη, οι μουσικές, αισθητικές και τεχνολογικές καινοτομίες του dub ναι μεν υπήρξαν επιδραστικές και υιοθετήθηκαν από άλλα είδη ή και δημιούργησαν νέα, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ πολιτικά ουδέτερες. Ως ηχητική αποδόμηση αλλά και ανασύνθεση της reggae, αναγωγή στον σκληρό της πυρήνα αλλά και ανάδειξη των βασικών της χαρακτηριστικών, το dub είναι επίτευγμα μηχανικών ήχου και παραγωγών όπως ο King Tubby και o Lee “Scratch” Perry, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το King Tubby Meets Rockers Uptown του Augustus Pablo από το 1976 και το Blackboard Jungle Dub των The Upsetters από το 1973. Αυτός ο καινοτόμος ήχος αποτελεί αντανάκλαση πάνω στην τραυματική ιστορία της Καραϊβικής, τη δουλεία και την αποικιοκρατία, ισχυρίζεται ο Joe Davidson: τα θραυσματικά ηχητικά τοπία του dub αναγκάζουν τον ακροατή να συμπληρώσει ο ίδιος τα κενά τους, να φανταστεί την ανασύνθεση του κόσμου.

Η τεχνική της αφαίρεσης ή απομόνωσης φωνητικών από την αρχική ηχογράφηση δεν είναι απλά καλλιτεχνική επιλογή, και το κενό που δημιουργείται, ή και υποβάλλεται από ηχητικά εφέ όπως το echo, δεν είναι ένα στουντιακό τρικ: πρόκειται για πολιτικές δηλώσεις, όπως επισημαίνουν οι Mad Collective Connection, για την ηχητική δημιουργία χώρων όπου μπορεί κανείς «να σκεφτεί, να νιώσει, και να αντισταθεί». Με άλλα λόγια, το dub είναι πρωτοπόρα, αυθεντική και κοινωνικά ριζωμένη πολιτισμική έκφραση και πρακτική που έρχεται από τα κάτω, σε αντίθεση με το μοντέλο μαζικής και εμπορευματοποιημένης διασκέδασης των mainstream DJ sets ηλεκτρονικής μουσικής.




Burn down Babylon: reggae & dub ενάντια στον ρατσισμό και την εκμετάλλευση, από το γκέτο του Κίνγκστον μέχρι τις εργατικές γειτονιές του Λονδίνου (φωτογραφία: Homer Sykes)

29 July 2025

Η ηχώ του δικού μου Λονδίνου

Σε οποιονδήποτε τόπο μπορεί κανείς να νιώσει μουδιασμένος κι απροστάτευτος, και ακριβώς εκεί, ανάμεσα στις πληγές και την πίκρα, βρίσκεται ο κατάλληλος τόπος για να αναρωτηθεί τι είναι η αγάπη και αν τη χρειάζεται πραγματικά, πραγματικά όμως χρειάζεται να αναγνωρίσει πόσο μεγάλη ευλογία αλλά και μικρή κατάρα είναι να αποκτήσει έναν δεύτερο γενέθλιο τόπο, φυσικά τόπο του πόνου, όπως σε κάθε γέννα, αλλά και του φωτός – αυτό είναι το δικό μου Λονδίνο, τόπος του φωτός, κι αν αυτό το φως ήταν ήχος θα ακουγόταν έτσι, είμαι σίγουρος.



Πρωτοποριακές post-rock και post-metal κυκλοφορίες, πάντα και μόνο για ανοιχτές καρδιές – και ξέρετε τι παθαίνουν οι καρδιές όταν είναι ανοιχτές

21 July 2025

Η πληγή είναι το άλλο όνομα της αγάπης

Δεν είναι εύκολο, αλλά η μουσική μπορεί να είναι διαχρονικά συναρπαστική, τόσο θυμωμένη όσο και μελαγχολική, μπορεί να προστατεύσει την ειλικρίνειά της από τη δημοφιλία της, μπορεί να φωτίσει τις ατομικές μας χαρές αλλά και τις συντριβές, μπορεί να βγάλει τη γλώσσα της στην καταναλωτική ευδαιμονία, όχι μόνο τότε, την πλαστική δεκαετία του 90, αλλά και σήμερα που τα δόντια του νεοφιλελευθερισμού προβάλουν μέσα από το παγωμένο του χαμόγελο. Αυτό που είναι δύσκολο για τη μουσική είναι να μην πληγωθεί κάνοντας όλα αυτά, να μη γίνουν οι φίλοι της σκελετοί που παίζουν τον ρυθμό με τα κόκκαλά τους.

Οπότε, ναι, αγαπήσαμε πολύ τον ήχο των Soundgarden, και εκείνοι ανταποκρίθηκαν δίνοντάς μας τη μουσική μας ταυτότητα, τη μουσική ταυτότητα μιας ολόκληρης γενιάς, πράγμα που συνοψίζεται νομίζω πολύ καλά στην εμβληματική φωτογραφία του Lance Mercer που μπορείτε να δείτε και στην αφίσα της σημερινής εκπομπής: ο  Chris Cornell έχει αφεθεί σε μια θάλασσα από χέρια, έχοντας κάνει stage diving στο φεστιβάλ Lollapalooza το 1992. Τον προηγούμενο χρόνο οι Soundgarden είχαν κυκλοφορήσει το Badmotorfinger, το τρίτο και καλύτερο μέχρι τότε album τους, και με αυτό θα ξεκινήσουμε σήμερα.



Η σκηνή του Seattle έβραζε υπόγεια αρκετά χρόνια πριν ξεσπάσει το 1991, τελειώνοντας την ελαφρότητα, την επιτήδευση και την απίστευτη μουσική ανία που κυριαρχούσε στην πλειοψηφία των mainstream αλλά και των εναλλακτικών ακουσμάτων της δεκαετίας του 80. Υπήρχαν φυσικά διαφορές στο εσωτερικό της σκηνής και μεταξύ των πιο δημοφιλών συγκροτημάτων της, όπως ήταν οι Nirvana, οι Pearl Jam, οι Soundgarden και οι Alice In Chains – όλοι μαζί, ωστόσο, κατάφεραν να επαναπροσδιορίσουν με πρωτότυπο και αυθεντικό τρόπο τη μορφή και το περιεχόμενο της rock μουσικής, πράγμα που μέχρι τότε φαινόταν ακατόρθωτο καθώς τα συγκροτήματα που προηγήθηκαν είχαν αποκτήσει μυθικό status, από τους Beatles μέχρι τους Black Sabbath και από τους Led Zeppelin μέχρι τους Stooges.

Κοινή μουσική καρδιά της σκηνής του Seattle ήταν ένας τιτάνιος και παραμορφωμένος κιθαριστικός ήχος: μέσα από ελάσσονες κλίμακες, πρωτότυπα ρυθμικά μοτίβα και δυναμικές αντιθέσεις ανάμεσα στην ένταση και τη μελωδία, τα συγκροτήματα αντανακλούσαν πάνω στην αλλοτρίωση, την περιθωριοποίηση και τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα των συμμέτοχων της σκηνής, μουσικών και κοινού μαζί. Και οι μουσικοί δεν ήταν ματαιόδοξα είδωλα σε mainstream ή εναλλακτικά βάθρα, αλλά έρχονταν από τα κάτω όπως εμείς και είχαν τρωτές αρρενωπότητες σαν τις δικές μας: τους συναισθανόμασταν αντί να τους θαυμάζουμε. Εδώ δεν υπήρχε η αυταρέσκεια της επιτυχίας και ο κυνισμός της διασκέδασης, ούτε η ευπώλητη πόζα κάποιου αυτοαποκαλούμενου νεωτερισμού.

Τo grunge, όπως επικράτησε να ονομάζεται αυτή η μουσική κουλτούρα, δεν έμοιαζε με το rock της εποχής του, αλλά ούτε και με το hard rock του παρελθόντος: ο ήχος τoυ ήταν πιο βαρύς και μελαγχολικός, τραχύς και σκοτεινός – αλλά δεν ήταν ούτε metal ούτε punk ακριβώς, παρότι αντλούσε και συνέθετε στοιχεία και των δύο. Με άλλα λόγια, ήταν ένας ήχος με διακριτή ταυτότητα και αναγνωρίσιμο ύφος που υπερέβαινε συμβατικούς διαχωρισμούς και κατηγοριοποιήσεις. Και, από αυτήν την άποψη, ήταν, μαζί με τη ραγδαία άνοδο του hip hop και την πολύπλευρη ανάπτυξη του metal, η σημαντικότερη μουσική εξέλιξη εκείνων των δεκαετιών, και όχι μόνο.

Τριάντα χρόνια αργότερα, το magnum opus των Soundgarden, το album Superunknown του 1994, είναι, μαζί με το αντίστοιχο album Dirt των Alice in Chains, ίσως η πιο ολοκληρωμένη έκφραση της μουσικής κληρονομιάς της σκηνής. Τα ογκώδη riffs, οι καθοριστικές μελωδίες και η ρυθμικά ασυνήθιστη προσέγγιση του συγκροτήματος, η οδυνηρή και ταυτόχρονα ενδυναμωτική διαλεκτική της μουσικής και των στίχων του Chris Cornell, η καθηλωτική κι όμως ευάλωτη φωνή του, η αυτοσχεδιαστικά πρωτότυπη κιθάρα του Kim Thayil, η πέτρινη και την ίδια στιγμή ελαστική rhythm section των Ben Shepperd και Matt Cameron: όλα όσα έκαναν τον ήχο των Soundgarden να ξεχωρίσει φτάνουν με αυτό το album στο απόγειό τους, ενώ οι πρόβες και τα demos που περιλαμβάνει η επετειακή έκδοση παρέχουν πρόσβαση στον τρόπο με τον οποίο έφτασαν εκεί.




H αυθεντικότητα της σκηνής του Seattle θα δυσκολευτεί απέναντι στη μουσική βιομηχανία, καθώς τα συγκροτήματα δεν ήταν διατεθειμένα να συμμορφωθούν με το μάρκετινγκ του «εναλλακτικού» rock, ούτε ήταν προετοιμασμένα να διαχειριστούν τις συνέπειες της παγκόσμιας δημοφιλίας, δυστυχώς με τραγικά αποτελέσματα. Η πορεία των Nirvana θα σταματήσει πρόωρα με την αυτοκτονία του Κurt Cobain, και το ίδιο θα συμβεί με την κλασσική σύνθεση των Alice In Chains λόγω της απώλειας του Layne Staley, και αργότερα και του Mike Star, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, ενώ τα μέλη που επιβίωσαν θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να ανακαλύψουν ένα νέο δρόμο. Μόνο οι Pearl Jam θα μπορέσουν να συνεχίσουν, αφού όμως πρώτα κάνουν γενναίες αντιεμπορικές κινήσεις για να μειώσουν συνειδητά τη δημοφιλία τους και να συρρικνώσουν την κλίμακα του κοινού τους.

Ούτε οι Soundgarden άντεξαν τη συνθήκη της «επιτυχίας»: διαλύθηκαν το 1997, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του ναι μεν σπουδαίου αλλά και αμφίθυμου ως προς τη μουσική του κατεύθυνση πέμπτου album τους Down on the Upside. Η διάλυσή τους ήταν «πράξη αυτοσυντήρησης», είχε πει ο Chris Cornell το 2005 στο Classic Rock, η οποία διατήρησε την καλλιτεχνική ακεραιότητα της μουσικής τους και προστάτεψε τους ίδιους από τη φθορά που έχει ένα συγκρότημα όταν καταλήγει να κάνει περιοδείες και ηχογραφήσεις χωρίς να είναι περήφανο για αυτές: πρόκειται για την πίεση που προκαλεί ο εξαντλητικός κύκλος εργασιών της μουσικής βιομηχανίας, δηλαδή η συνεχής διαδοχή εκτεταμένων περιοδειών και νέων κυκλοφοριών, όπως αναφέρει στην ίδια συνέντευξη ο Μat Cameron.

Με άλλα λόγια, οι Soundgarden «κατασπαράχθηκαν» από τη βιομηχανία της μουσικής, όπως ισχυρίζεται ο Μat Cameron στην εφημερίδα The Guardian. «Αυτό που μας ανάγκασε να διαλυθούμε, και όχι απλά να κάνουμε μια παύση», εξήγησε ο Chris Cornell στο Revolver, «ήταν ότι οι Soundgarden είχαν γίνει business, και αυτή η πλευρά άρχισε να μπορεί να μας υπαγορεύει τι θα κάνουμε και πού και πώς θα το κάνουμε, είτε θέλαμε και νιώθαμε άνετα με αυτό, είτε όχι». Η απόφασή τους να διαλυθούν διέσωσε το ακριβώς αντίθετο: την κοινότητα, το πνεύμα και την πρακτική του ανήκειν σε ένα συγκρότημα, αυτό που ο Chris Cornell αποκαλεί «συλλογικό όραμα» των Soundgarden. Αυτός είναι ο λόγος που δώδεκα χρόνια μετά τη διάλυσή του το συγκρότημα θα μπορέσει να επιστρέψει, και τρία χρόνια αργότερα να κυκλοφορήσει το King Animal, ένα από τα καλύτερα αλλά και λιγότερο προσιτά albums των Soundgarden, ορίζοντας τι σημαίνει τίμια επανένωση.




Οι πρώτες κυκλοφορίες των Soundgarden μπορεί να είναι λιγότερο γνωστές αλλά δεν είναι λιγότερο σημαντικές. Αν, για παράδειγμα, το Hunted Down, το θρυλικό πρώτο single του συγκροτήματος από το μακρινό 1987, είναι ενδεικτικό του αρχικού εναλλακτικού του ύφους, το Beyond the Wheel, με τα doom metal χαρακτηριστικά και τα καταλυτικά φωνητικά του Chris Cornell από το πρώτο album Ultramega OK του 1988, ήταν κομβικό όχι μόνο για τον ήχο των Soundgarden αλλά και για τον επαναπροσδιορισμό του σκληρού ήχου συνολικά. Σε όλες τις ηχογραφήσεις αυτής της περιόδου θα συναντήσουμε και τον πρώτο μπασίστα του συγκροτήματος Hiro Yamamoto, o οποίος αποχώρησε το 1989.

Οι Soundgarden ηχογράφησαν σημαντικές διασκευές ως φόρο τιμής σε ένα ευρύ φάσμα επιρροών και αγαπημένων τους τραγουδιών, ενδεικτικά από τον Howlin’ Wolf στους Black Sabbath. Για παράδειγμα, η διασκευή του Come Together των Beatles, b-side του single Hands All Over από το δεύτερο άλμπουμ Louder Than Love, είναι χαρακτηριστική όχι μόνο του τρόπου που το συγκρότημα αναφερόταν και εμπνεόταν από το παρελθόν, αλλά και του τρόπου που το επαναπροσέγγιζε και το ανανέωνε διαφέροντας από αυτό. Και όπως συμβαίνει με όλους τους σπουδαίους μουσικούς, δε μπορεί να γίνει αφιέρωμα στους Soundgarden χωρίς αναφορά στην επίδοση που είχαν επί σκηνής, με ενδεικτικό παράδειγμα εδώ το Slaves & Bulldozers, στο οποίο συνήθιζαν να αφήνουν τους εαυτούς τους ελεύθερους από μουσικές φόρμες και συμβάσεις.






Κι όμως, παρά τα όποια και όσα καταφέρνει, στο τέλος η μουσική είναι δύσκολο να μην πληγωθεί, με αποτέλεσμα να είναι αντίστοιχα δύσκολο να ακούει κανείς σήμερα κομμάτια όπως το Like Suicide, ιδιαίτερα με τη συγκινητική αμεσότητα που έχει η ηχογράφηση της πρόβας του. Στις 18 Μαΐου του 2017, μετά από μια συναυλία που έμελλε να γίνει το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος χωρίς κανείς να το έχει φανταστεί, ο Chris Cornell αφαίρεσε τη ζωή του στα πενήντα δύο του χρόνια, έχοντας δώσει πολυετή μάχη με την κατάθλιψη και έχοντας μιλήσει με γενναιότητα για αυτήν δημόσια. «Ο καλύτερος τραγουδιστής που έχουμε στον πλανήτη», όπως τον είχε αποκαλέσει ο επιστήθιος φίλος του Eddie Vedder, παραμένει ως «φωνή της γενιάς μας και διαχρονικός καλλιτέχνης», όπως αναγράφεται στο μνήμα του. Και όταν η μουσική τελειώνει μένουμε μόνοι με την πληγή που είναι το άλλο όνομα της αγάπης, ή τουλάχιστον το άλλο όνομα της αγάπης μιας ολόκληρης γενιάς.



Η μουσική ταυτότητα μιας ολόκληρης γενιάς, μέσα από singles, b-sides, demos, πρόβες και live ηχογραφήσεις, και μια φωνή που μας λείπει και θα μας λείπει πάντα (σήμα: Pelican – Sirius, φωτογραφία: Lance Mercer, 12.12.2019 @ enfo | radio)

15 July 2025

Επειδή η τέχνη δεν ανήκει στις αυθεντίες

 

Χρειάζονται δύο άνθρωποι. Δύο τουλάχιστον.
Ένας να φτιάχνει τις λέξεις κι ένας να τους βάζει φυτίλι, να τις ανάβει και να τις πετάει.
Αλλά τι σας λέω κι εσάς, σάμπως πεινάσατε ποτέ τόσο ώστε να μπείτε ολόκληροι μέσα σ’ έναν άλλο άνθρωπο;

Ίσως αν καείτε,
να μάθετε.

Να σας μάθω για πείνα λοιπόν.
Ή για βουτιές σε σώματα ξένα,
από κείνες που γραπώνεσαι από φλέβες και όργανα,
να δεις τι έχουν να σου πουν
για το βράδυ που ξεκίνησε.
Και για φωτιές,
να κλείσετε λίγο περισσότερο τα μάτια σας.

Μάθημα πρώτο.
Μαζί τα μάθαμε.
Κι αν φάγαμε κάτι,
δεν ήταν τίποτ’ άλλο από τα μούτρα μας.
Κι αυτά θα συνεχίσουμε να τρώμε.
Μαθητευόμενοι μάγοι, αλλά όπως λέει κι ο σοφός
«αν δεν φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις»
Κι από παιδί
φωτιές ονειρευόμουν.

Το παραπάνω απόσπασμα από το Αντάρτικο² του Δημήτρη Γκιούλου και του Κωνσταντίνου Παπαπρίλη Πανάτσα ακούγεται, σε απαγγελία της Στέλλας Μαγγανά, στο As a Child, I Always Dreamed of Fire των Damirah, από το album Lights and Guns and Fire που κυκλοφόρησαν το 2017. «Η τέχνη», γράφουν οι Damirah στη σελίδα τους, «δεν είναι κομμάτι των ειδικών και των αυθεντιών. Είναι η προσπάθεια έκφρασης και μάχης, προσωπικής και συλλογικής, ενάντια στη δυστοπία που βιώνουμε».



«Χρειάζονται τουλάχιστον δύο άνθρωποι, ένας να φτιάχνει τις λέξεις κι ένας να τους βάζει φυτίλι, να τις ανάβει και να τις πετάει»: πρωτοποριακές και πολιτικοποιημένες post-rock και post-metal κυκλοφορίες, πάντα και μόνο για ανοιχτές καρδιές – και ξέρετε τι παθαίνουν οι καρδιές όταν είναι ανοιχτές

8 July 2025

Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

Πώς πάνε τα πράγματα για τους από κάτω, δηλαδή για εμάς; Για όλους εμάς που ζούμε από τη δουλειά μας, δηλαδή πουλώντας την εργατική μας δύναμη, είτε χειρωνακτική είτε πνευματική είναι αυτή, στην αγορά εργασίας; Όχι καλά, λέει η Yola στο Diamond Studded Shoes και έχει δίκιο γιατί όλη αυτή η δήθεν θετική αλλά στην πραγματικότητα τοξική σκέψη – ξέρετε τώρα, όλα θα πάνε καλά, μην αγχώνεστε, μη μιζεριάζετε κ.λπ. – σημαίνει μη διαμαρτύρεστε και μην αντιστέκεστε.

Οπότε όχι, τα πράγματα δε θα πάνε καλά αν δεν αγωνιστούμε για να πάνε καλά, επιμένει η Yola σε αυτό το  κοινωνικά ενσυνείδητο κομμάτι υπέρ της ενότητας των εργαζομένων, από το album της Stand for Myself του 2021. Αυτή είναι, άλλωστε, η αιχμή της σύγχρονης alternative country / americana σκηνής: ο ήχος της εκφράζει οργανικά τα πολιτικά της επίδικα, υπερβαίνοντας τους φυλετικού τύπου διαχωρισμούς μεταξύ μουσικών ειδών



Γυναικείες αφηγήσεις, φεμινιστικές κριτικές και διαφυλετικές συνεργασίες στον σύγχρονο ήχο της alternative country / americana σκηνής – ή, αλλιώς, για να τελειώνουμε με τον μύθο περί συντηρητικής μουσικής από και για λευκούς άνδρες

3 July 2025

Το μόνο που έχουμε είναι ο ένας τον άλλον

«Υπάρχουμε για να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, τους αδελφούς μας, τις αδελφές μας, τους φίλους μας, τους εχθρούς μαςγια να βοηθάμε, όχι να βλάπτουμε ο ένας τον άλλον. Και γι’ αυτό πρέπει να βοηθάμε και τους εαυτούς μας, ώστε να μπορούμε να βοηθήσουμε και τους άλλους […] Σας παρακαλώ να φροντίζετε τους εαυτούς σας κι αυτούς που αγαπάτε γιατί γι’ αυτό είμαστε εδώ, αυτό είναι  το μόνο που έχουμε και μπορούμε να πάρουμε μαζί μας».

Τέτοια πράγματα έλεγε στο κοινό, σε μια συναυλία του το 1987, ο Stevie Ray Vaughan – δεινός αυτοσχεδιαστής που αναδείχθηκε στη live σκηνή του Austin στο Texas, έγινε ο επιφανής κιθαρίστας της γενιάς του, και χάθηκε πολύ νέος, στα 35 του, όταν έπεσε το ελικόπτερο στο οποίο επέβαινε. Ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας του, ωστόσο, συνεχίζει να ταξιδεύει στον χρόνο, συνδέοντας το παρελθόν και το μέλλον των blues.

Ενδεικτικά, το Texas Flood, από το ομώνυμο, πρώτο album του Stevie Ray Vaughan με τους Double Trouble το 1983, είναι διασκευή τραγουδιού του Larry Davis από το 1958. Kαι ερμηνεύτηκε, αντίστοιχα, από την κορυφαία σύγχρονη κιθαρίστρια Jackie Venson στο album της Live at Austin City Limits του 2020, με τη συμμετοχή της Tameca Jones στα φωνητικά.





Aπό τις ριζοσπαστικές ηχογραφήσεις της Ma Rainey και του Lead Belly στις εκρηκτικές κιθάρες του Freddie King, του Stevie Ray Vaughan και της Jackie Venson – μαζί, δυο λόγια για τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤΚΙ ζευγαριών και τις πολιτικές εναντίον προσφύγων.

29 June 2025

Θα είναι εκεί και θα σας κρατάει το χέρι

Η μουσική ενάντια στην κατάθλιψη και την παραίτηση: ακριβώς αυτό ήταν η Δεύτερη Συμφωνία του Sergei Rachmaninoff, μια απάντηση στη νευρική κατάρρευση που του προκάλεσε η πολύ αρνητική υποδοχή της Πρώτης Συμφωνίας του το 1897. Χρειάστηκαν δώδεκα χρόνια – και ενδιάμεσα η επιτυχία του Δεύτερου Κοντσέρτου για Πιάνο – για να επανέλθει με την πρεμιέρα της Δεύτερης Συμφωνίας, το 1909, η οποία στη συνέχεια θα βραβευτεί και παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο δημοφιλή και σημαντικά έργα κλασσικής μουσικής.

Ως προς την εκτέλεση, δε νομίζω πως υπάρχει αμφιβολία: μερικές φορές συμβαίνει η συνάντηση του έργου ενός συνθέτη με μια συγκεκριμένη ορχήστρα και μαέστρο να έχει αποτελέσματα που θα τα έλεγε κανείς σχεδόν μαγικά, όπως, στην προκειμένη περίπτωση, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου σε διεύθυνση του Gennadi Rozhdestvensky το 1988.

Χρειάζεται, ωστόσο, μια ίσως ασυνήθιστη αλλά πάντως απαραίτητη προειδοποίηση περιεχομένου: δε μπορώ να ξέρω τι έχει κάθε άνθρωπος μέσα του, τι έχει περάσει και τι νιώθει εξαιτίας αυτού που έχει περάσει. Ένας μπορεί να είναι ερωτευμένος, ενώ ένας άλλος μπορεί να πενθεί. Ένας υποφέρει από νοσταλγία, ας πούμε για την πόλη του, αν ζει πολύ καιρό μακριά της. Άλλος ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη, ας πούμε μπαίνοντας στο σπίτι του μετά από μια μακρά περίοδο νοσηλείας.

Δεν ξέρω λοιπόν τι νιώθετε, ξέρω όμως πώς ό,τι κι αν νιώθετε, αυτή η μουσική θα το βρει. Θα μπει μέσα σας, θα το βρει και θα συνδεθεί μαζί του για πάντα. Και όταν συμβεί αυτό, δε θα μπορέσετε ποτέ να τη βγάλετε από μέσα σας, δε θα γλιτώσετε ποτέ από αυτήν, ή, αντίστροφα, δε θα είστε ποτέ ξανά μόνοι. Θα την ακούτε χωρίς να παίζει πουθενά, θα την σιγοτραγουδάτε και οι άνθρωποι γύρω σας θα σας κοιτάζουν σα να είστε ημίτρελοι.

Γιατί αυτό ακριβώς είναι η κλασσική: μουσική για ημίτρελους. Και όχι για αυτούς που την επικαλούνται για να κάνουν τους δήθεν «γνώστες», να εκμεταλλευτούν δηλαδή το πολιτιστικό της κεφάλαιο για ίδιον όφελος. Αυτοί αγαπούν την εξουσία – εμείς λέμε για τους ανθρώπους που αγαπούν τη μουσική.

Και αυτή είναι μια μουσική που αν την αγαπήσετε, δε θα την ξεχάσετε ποτέ αλλά ούτε και εκείνη εσάς. Εύχομαι ολόψυχα να μη βρεθεί κανείς σε θέση ανάγκης – αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο, αυτή η μουσική θα είναι εκεί. Θα είναι εκεί και θα σας κρατάει το χέρι.


\

Γιατί οι συνθέσεις για μπαλέτο του Tchaikovsky και του Prokofiev παραμένουν συναρπαστικές μέχρι σήμερα; Ήταν το θυελλώδες κοντσέρτο για βιολί του Tchaikovsky το metal της εποχής του; Και γιατί όποιος ακούει τη δεύτερη συμφωνία του Rachmaninoff δε μπορεί ποτέ να τη βγάλει από μέσα του; (εικόνες: Amourette Illustration)

26 June 2025

Επειδή δεν υπήρχε πουθενά χώρος για εκείνη

Το Βackwater Βlues είναι ένα από τα σημαντικότερα και πλέον δημοφιλή τραγούδια της πρωτοπόρου blues μουσικού Bessie Smith. Καθιερώθηκε ως blues standard και παραμένει πολυδιασκευασμένη σύνθεση με μεγάλο εύρος ερμηνειών, ενδεικτικά από την live ακουστική εκτέλεση των πολιτικοποιημένων μουσικών Brownie McGhee και Sonny Terry στο album Αt the 2nd Fret του 1962, μέχρι την ηλεκτρική εκδοχή του B.B. King στο τελευταίο studio album του One Kind Favor το 2008.

Στο βιβλίο της Blues Legacies and Black Feminism, η Angela Davis ισχυρίζεται ότι τα blues είναι μια μουσική κοινωνικής διαμαρτυρίας τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, και το Βackwater Βlues αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: παρότι θεωρείται ότι αναφέρεται σε προηγούμενη πλημμύρα στο Τενεσί, η ιστορική ηχογράφηση της Bessie Smith συνέπεσε χρονικά με την καταστροφική πλημμύρα του 1927 στο Μισισιπί,  εξαιτίας της οποίας έχασαν τα σπίτια τους 600.000 άνθρωποι, μισοί εκ των οποίων ήταν μαύροι που υπέστησαν ρατσιστικές διακρίσεις.

Ενώ οι υπηρεσίες βοήθειας στους πλημμυροπαθείς ήταν δωρεάν για τους λευκούς, οι μαύροι έπρεπε να πληρώνουν με μετρητά το φαγητό, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να δανείζονται από τους λευκούς ιδιοκτήτες των φυτειών, οι οποίοι στη συνέχεια τους ανάγκαζαν να δουλεύουν για να αποπληρώσουν τον δανεισμό. Η Angela Davis αναφέρει ανακοινώσεις της επιτροπής βοήθειας προς τους πλημμυροπαθείς κατά τις οποίες δεν θα δίνονται μερίδες φαγητού σε μαύρες γυναίκες και παιδιά αν δεν έχει πιστοποιηθεί από λευκό ότι στην οικογένεια υπάρχει άνδρας, και, ταυτόχρονα, κανένας μαύρος  άνδρας, ούτε  η οικογένειά του, δε θα λάβει φαγητό αν δεν πιστοποιείται ότι είναι εργαζόμενος. Μετά το τέλος της βοήθειας υπήρξαν επίσης αναφορές σε ρατσιστική βία και λιντσαρίσματα.

Το Βackwater Βlues δεν είναι απλώς η καταγραφή μιας φυσικής καταστροφής. Η εμβληματική φωνή της Bessie Smith αντιπροσωπεύει το βίωμα και το συναίσθημα της αφροαμερικανικής κοινότητας, και το αδιέξοδο για το οποίο τραγουδάει είναι φυλετικό και ταξικό: το σπίτι της φτωχής μαύρης γυναίκας καταστρέφεται και δε μπορεί πια να μείνει στο μέρος που ζούσε, αλλά ούτε και να πάει οπουδήποτε αλλού γιατί πουθενά δεν υπάρχει μέρος για εκείνη. Τραγούδια όπως το Βackwater Βlues, ισχυρίζεται η Angela Davis, μετατρέπουν τα ατομικά βιώματα σε συλλογική συνείδηση: γίνονται μεταφορές για την καταπίεση, και, δυνητικά, την υπερβαίνουν.





Έμφυλες, φυλετικές και ταξικές αφηγήσεις μέσα από τα κλασσικά τραγούδια της Bessie Smith, της Memphis Minnie και του Skip James, τις εκρηκτικές κιθάρες του Albert King και της Jackie Venson, τον σύγχρονο ήχο του Buffalo Nichols και το νέο album του Gary Clark Jr. (φωτογραφία: Ismael Quintanilla III)

23 June 2025

Δε θα αγοράσω αυτό που μου πουλάς

Λίγοι σύγχρονοι μουσικοί είναι τόσο πρωτότυποι όσο ο Tom Morello – εμβληματικός και πολιτικοποιημένος κιθαρίστας του σύγχρονου σκληρού ήχου που αντλεί, φυσικά από το metal και το rock, αλλά και σε μεγάλο βαθμό από το hip hop, έχοντας, παράλληλα, μια σημαντική ακουστική πλευρά όπως και μια πειραματική ηλεκτρονική διάσταση.

Μια εκπομπή για τον Tom Morello, ωστόσο, δύσκολα μπορεί να μην ξεκινήσει με τα φοβερά riffs και το solo που παίζει στο Killing in the Name – το κλασσικό, πλέον, κομμάτι των Rage Against The Machine από το πρώτο τους album που κυκλοφόρησε το 1992 με τίτλο το όνομά τους. Είναι ένα τραγούδι πολιτικής διαμαρτυρίας ενάντια στην αστυνομική βία και τον ρατσισμό, πράγμα που το καθιστά επίκαιρο και στη σύγχρονη εποχή του κινήματος Black Lives Matter ενάντια στις δολοφονίες αφροαμερικανών από την αστυνομία.

Το Killing in the Name ήταν επίσης αιχμή ενός συμβολικού πλήγματος στη μουσική βιομηχανία, τον Δεκέμβρη του 2009 στην Βρετανία. Δύο κοινοί θνητοί, ο John και η Tracy Morter, απηύδησαν με το τηλεπαιχνίδι The X Factor και τα τραγούδια των νικητών του, τα οποία επί τέσσερα χρόνια έφταναν στην πρώτη θέση των singles την εβδομάδα των Χριστουγέννων. Ξεκίνησαν λοιπόν μια ομάδα στο Facebook με σκοπό να ανέβει στη θέση αυτή το Killing in the Name και τα κατάφεραν.

Και καθώς λίγες μέρες νωρίτερα οι Rage Against The Machine είχαν παίξει το Killing in the Name στο BBC Radio 5 αρνούμενοι να λογοκρίνουν τους στίχους του, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε, παραφράζοντας τον στίχο Fuck you I wont do what you tell me, «άντε γαμήσου, δε θα αγοράσω αυτό που μου πουλάς».



H πολιτικοποιημένη μουσική και ο πρωτότυπος ήχος του Τom Morello, από τους Rage Against The Machine και τους Audioslave στους Prophets Of Rage και τους Street Sweeper Social Club.

12 June 2025

Μεταποικιακές αντιστάσεις

«Εμείς οι μετανάστες, εμείς τα παιδιά των μεταναστών, εμείς η διασπορά, εμείς οι απόγονοι των αποικιοκρατούμενων, διεκδικούμε το δικαίωμά μας να αμφισβητούμε τα παρωχημένα σας συστήματα, τα ρατσιστικά σας σύμβολα, τα μνημεία σας που τιμούν γενοκτονίες. Εμείς που χτίσαμε τα παλάτια σας, εμείς που καταθέσαμε αίμα στις τράπεζές σας, εμείς που πεθάναμε στα ορυχεία ώστε τα διαμάντια στο στέμμα σας να είναι τα μεγαλύτερα, διεκδικούμε τη θέση μας στο τραπέζι και λέμε: η ιστορία σας δεν είναι αγνή, η αυτοκρατορία σας δεν είναι ακέραια, η συνείδησή σας δεν είναι καθαρή, το χρήμα σας τυπώθηκε με αίμα, η γιγάντια αλαζονεία σας έχει πήλινα πόδια, οι βασιλείς σας είναι γυμνοί. Η βασίλισσά σας δεν είναι βασίλισσά μας. Δε μας βλέπει σαν ανθρώπους».

Μετέφρασα αυτό το μικρό απόσπασμα από το κείμενο του Joshua Idehen ως δείγμα του ευθύ ριζοσπαστικού λόγου που συνοδεύει το album Your Queen Is A Reptile των Sons of Kemet, και παραθέτω παρακάτω το πρωτότυπο που περιλαμβάνεται στις σημειώσεις του. Πρόκειται για ένα από τα πολιτισμικά σημαντικότερα albums των Sons of Kemet, αλλά και της σύγχρονης jazz σκηνής του Λονδίνου – και όχι, αυτή δεν είναι μια μουσική για να χαλαρώνουν λευκά ακροατήρια, είτε πίνοντας πανάκριβά κρασιά σε μπαρ του Soho με μαύρους πορτιέρηδες, είτε ακούγοντας δήθεν γνώστες της jazz σε επιτηδευμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς ανά τον κόσμο.

Η σύγχρονη ριζοσπαστική free jazz των Sons of Kemet είναι το ηχητικό ισοδύναμο της σύγχρονης μεταποικιακής κριτικής, και, ως τέτοια, έχει διακριτή πολιτισμική ταυτότητα που εκτείνεται από την αφρικανική μουσική παράδοση στο afrobeat και από τη μουσική της Νέας Ορλεάνης και της Καραϊβικής στον ηχητικό πλούτο της αφρικανικής διασποράς σε μια σύγχρονη καπιταλιστική μητρόπολη όπως είναι το Λονδίνο. Και, από αυτήν την άποψη, ο μοναδικός, τραχύς αλλά και ενδυναμωτικός ήχος των Sons of Kemet είναι ένα συμβολικό soundtrack αντίστασης στους δύσκολους καιρούς μας, στην άνοδο της ακροδεξιάς και στις ρατσιστικές πολιτικές εναντίον προσφύγων και μεταναστών. 

Your Queen considers herself our better; by right of blood, by way of lineage, by grace of conquest, by the reason of tyranny, by the confidence of tradition. Your Queen asserts this message through her crown, her church, her parliament, her loyal subjects, her wealth, her relationship with the media and the British Empire, who celebrate her lifestyle, her fashion, her cuisine, and her culture. Your Queen is financed by out taxes, which in turn validate the injustice of class and race discrimination of Great Britain: that some are born superior, and deserve more because of where they’re from, or who they worship, or who their parents are. Your Queen Is Not Our Queen. She does not see us as human.

We the immigrants, we the children of immigrants, we the diaspora, we the descendants of the colonized; we claim our right to question your obsolete systems, your racist symbols, your monuments to genocide. We who built your palaces, we who paid blood into your banks, we who died in mines so your crown jewels may have the biggest diamonds; we claim our place at the table, and we say: your history is not pure, your empire is not whole, your conscience is not clean, your money was printed in blood, your high horse is three legged and your royalty wears no clothes. Your Queen is not our queen. She does not see us as human.

And We Know What We Came Here To Do. We know where we came from. We came on boats, on planes, with passports and on the back of trucks. We worked three jobs and sent the money back home. We brought our motherland to life in our kitchens, our bedrooms, our churches, our songs, our dance, our sex, our pidgin, our patois. We found pride and strength in sweat, death, life, tears and each other. We knew the system was rigged, and the only path to freedom is for the system to burn. Your Queen is not our queen. She does not see us as human.

And we see ourselves as human. We judge our worth, not by Christmas speeches or golden jubilees, but by deeds. Our Queens walked among us. Our Queens led by action, by example; Our Queens listened. Our Queens made bright futures out of cruel and unfair pasts. Our Queens cried and laughed with us. Our Queens knew they were just like us from the beginning, not just when it suited them. Our Queens are just like us, and we are human. We need new royalty. Your Queen Is A Reptile.



Ριζοσπαστική free jazz, jazz poetry και afrobeat ενάντια στον ρατσισμό και την αποικιοκρατία, από τον Fela Kuti στους Sons of Kemet, και από τις ιστορικές ηχογραφήσεις του Archie Shepp και του Gil Scott Heron στον σύγχρονο ήχο της Matana Roberts και των Irreversible Entanglements (φωτογραφία: Leni Sinclair)

5 June 2025

Φύλο, φυλή και κλασσική μουσική

 

Τι ρόλο παίζει η μουσική στην κατασκευή της «εθνικής» ταυτότητας; Ποιος περιλαμβάνεται, και ποιος αποκλείεται, από αυτήν; Και, αντίστροφα, πώς μπορούμε μέσω της μουσικής να τοποθετηθούμε κριτικά απέναντι στη φαντασιακή κοινότητα του «έθνους»;

Η άρση των αποκλεισμών, και, αντίστροφα, η ανάδειξη της συμπερίληψης, αποτελούν  χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου της Jessie Montgomery, μιας από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης κλασσικής μουσικής. Ενδεικτικά, η εμβληματική και πολυπαιγμένη σύνθεσή της Βanner ήταν ανάθεση του 2014 με αντικείμενο την επέτειο των 200 ετών του The Star Spangled Banner, δηλαδή του εθνικού ύμνου των Ηνωμένων Πολιτειών.

Απέναντι στον παραδοσιακό ύμνο, η Jessie Montgomery εκφράζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια και ουσιαστικό κριτικό λόγο την αμφιθυμία της, δηλώνοντας ότι ως αφροαμερικανίδα δεν ένιωσε ποτέ ότι την αφορούσε και προσθέτοντας περιπτώσεις όπου παρέμεινε καθιστή όταν ακουγόταν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Αυτό που την απασχολούσε, είναι πως θα ακουγόταν σήμερα ένας ύμνος για τη σύγχρονη πολυπολιτισμική Αμερική.

Αυτό είναι το Βanner: πρωτότυπη και ευρηματική σύνθεση σε δώδεκα συναρθρωμενα μοτίβα-ύμνους που ενσωματώνουν στοιχεία από τον υπάρχον εθνικό ύμνο αλλά και από εκείνους γειτονικών χωρών, τον μουσικό πολιτισμό των μεταναστευτικών κοινοτήτων και την παραδοσιακή μουσική, όπως τα spirituals της αφροαμερικανικής κοινότητας, εργατικά τραγούδια και τραγούδια για την ελευθερία. Με άλλα λόγια, το Banner είναι ένας ύμνος όχι στην κατασκευασμένη ομοιογένεια, αλλά στην αξία της ποικιλομορφίας και την αναγνώριση της διαφορετικότητας  ένας ύμνος για όλους και σε όλους τους από κάτω.





Έμφυλες και φυλετικές διακρίσεις στην κλασσική μουσική, αλλά και κριτικές αντιστάσεις μέσα από κορυφαίες συμφωνίες της Florence Price και του Antonín Dvorák, τον αντιρατσισμό της Rhiannon Giddens και των PUBLIQuartet, και την αποδόμηση του εθνικού ύμνου των Ηνωμένων Πολιτειών από την Jessie Montgomery – μαζί, δυο λόγια κι ένα συμφωνικό έργο για την Παλαιστίνη (φωτογραφία: Michael Avedon)

31 May 2025

Για τη σύγχρονη κοινωνία του θεάματος

 

Το Preboreal, από το άλμπουμ Holocene των The Ocean, αποτελεί αναφορά στην Κοινωνία του Θεάματος, τo κλασσικό καταστασιακό κείμενο του Γκυ Ντεμπόρ από το 1967. Σε αυτό υποστηρίζεται ότι στις σύγχρονες κοινωνίες του αναπτυγμένου ή ύστερου καπιταλισμού η ζωή εκδηλώνεται ως θέαμα: το άμεσο βίωμα απομακρύνεται και μετατρέπεται σε αναπαράσταση μέσω αποσπασματικών εικόνων, ενδεικτικά των τηλεοπτικών ειδήσεων, των διαφημίσεων και της συνολικής οπτικής κουλτούρας που μας περιβάλλει – συμπεριλαμβανομένων, σήμερα, και των αναρτήσεων μας στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.

Η ενότητα της ζωής δεν αποκαθίσταται, αλλά υποκαθίσταται από μια εικονική πραγματικότητα που υπονομεύει την κριτική σκέψη – αυτή η θέση χαρακτηρίζει τους στίχους του Preboreal, οι οποίοι ενσωματώνουν κυριολεκτικά μέρη του βιβλίου, όπως τη φράση ότι το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση μεταξύ ατόμων που διαμεσολαβείται από εικόνες. 



«Χρειάζονται τουλάχιστον δύο άνθρωποι, ένας να φτιάχνει τις λέξεις κι ένας να τους βάζει φυτίλι, να τις ανάβει και να τις πετάει»: πρωτοποριακές και πολιτικοποιημένες post-rock και post-metal κυκλοφορίες, πάντα και μόνο για ανοιχτές καρδιές – και ξέρετε τι παθαίνουν οι καρδιές όταν είναι ανοιχτές (εικόνα: Sergio Toppi)

26 May 2025

Ακόμα και μέσα στη σκοτεινότερή μας νύχτα

Mια, χωρίς περιστροφές, εξαιρετική τραγουδίστρια, με μια φωνή καθηλωτική και ανυψωτική μαζί και ένα ακαταμάχητο μίγμα soul, rock, blues, gospel, αλλά και swing – αυτός είναι, με δύο λόγια, ο ήχος των Sugahspank! & The Swing Shoes. «Ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό ότι η μουσική έχει σύνορα», λέει η ίδια σε παλαιότερη συνέντευξή της στο CultureNow, προσθέτοντας ότι «[σ]τη μουσική, όπως και σε οποιοδήποτε είδος τέχνης, οφείλεις να είσαι ο εαυτός σου, να κάνεις το δικό σου, αλλιώς είσαι προϊόν σούπερ μάρκετ».

Και ένα πράγμα με το οποίο η Sugahspank! δεν έχει καμία σχέση είναι τα μουσικά σούπερ μάρκετ, είτε mainstream είτε εναλλακτικά, και αυτό είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικό όταν «το δικό σου» δεν εντάσσεται στα στερεότυπα της ελληνικής μουσικής. Δεν ξέρω αν είναι η καλύτερη τραγουδίστρια που αυτός ο τόπος αγνοεί ότι έχει – η χώρα των θαυμάτων, άλλωστε, δεν τα έχει καλά με τις ιεραρχίες. Ξέρω όμως σίγουρα για το φως, αυτό το φως που εξακολουθεί να λάμπει ακόμα και μέσα στη σκοτεινότερή μας νύχτα. 




Η ένταση και η μελωδία του αυτοσχεδιασμού στα πρόσφατα albums του Θανάση Παπακωνσταντίνου, της Νεφέλης Φασούλη, του Κωσταντή Πιστιόλη και των Sugahspank! & The Swing Shoes – μαζί, οι εκθέσεις των διεθνών δημοσιογραφικών οργανώσεων για τις πολιτικές και οικονομικές εξαρτήσεις των ελληνικών ΜΜΕ και την τελευταία θέση της Ελλάδας μεταξύ των χωρών της ΕΕ ως προς την ελευθερία του τύπου (φωτογραφία: Όλγα Παπαλεξάνδρου)

17 May 2025

Όσο γλυκιά κι αν είναι η λήθη

 

Όσο γλυκιά κι αν είναι η λήθη, η χώρα των θαυμάτων δε μπορεί παρά να θυμάται κάθε λέξη από το Last Word. Είναι ένα κομμάτι που συνοψίζει πολλά από όσα είναι σήμερα οι Baroness, λέει η Gina Gleason στο Rock Sound: από την ιδιαίτερα μεγάλη ενέργεια και την πληθώρα των riffs τους μέχρι τον συνολικό τρόπο που συνθέτουν και παίζουν ζωντανά. Και έχει δίκιο: το συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά και συνολικά το άλμπουμ Stone από το οποίο προέρχεται, συνδυάζουν και αναπτύσσουν περαιτέρω τη δυναμική έντασης και μελωδίας που χαρακτηρίζει το συγκρότημα και τον progressive προσανατολισμό του.

Υπάρχει, ωστόσο, κάτι ακόμα. Ένα από τα χαρακτηριστικά της σημερινής σύνθεσης των Baroness είναι η μουσική χημεία του John Baizley και της Gina Gleason, στις rhythm και lead κιθάρες αντίστοιχα – θα έλεγε κανείς ότι παίζουν σαν ένας άνθρωπος με τέσσερα χέρια, με τη δεύτερη να συνεισφέρει ένα εκπληκτικό σόλο στο Last Word. Κι όμως, στην παραπάνω συνέντευξή της η Gina Gleason εστιάζει στη ρυθμική δουλειά του ντράμερ Sebastian Thomsen και του μπασίστα Nick Jost και τη μεταξύ τους διαντίδραση, η οποία, όπως λέει η ίδια, λάμπει σε αυτό το κομμάτι.

Αυτό ακριβώς σημαίνει συγκρότημα: αμοιβαία υποστήριξη του ενός από τον άλλον και έμφαση στη συλλογικότητα. Και αυτή η αντίληψη αντιπροσωπεύεται στο Stone κυριολεκτικά, δηλαδή μέσω του συλλογικού αυτοσχεδιασμού – από τη μοναδική του δυναμική προκύπτουν οργανικά τα τραγούδια και τη δική του ποιότητα και αμεσότητα φέρουν.



Για την έρημο μέσα μας και γύρω μας: από τον συλλογικό μουσικό παράδεισο των Baroness στην ευρηματική συνεργασία των Yawning Man με τον Bob Balch και τις πρόσφατες κυκλοφορίες των ONDA, Dozer και High Priestess – και μαζί, η αναλωσιμότητα της ζωής των προσφύγων και η δημοσιογραφική κάλυψη του ναυαγίου της Πύλου (φωτογραφία: Αnne-Marie Forker)

11 May 2025

Φανατισμένη δεν είμαι

 

Φανατισμένη δεν είμαι
όμως πότε
θα πάψω πια ν’ ακούω
ειδήσεις παράλογες και βίαιες
(διείσδυση σε όλες τις εγκοπές)
σε όλους
και σε όλες
 
Πότε
θα πάψω πια να διαβάζω
για γυναικοκτονίες αδιευκρίνιστες
(για ύποπτες μορφές σε καμιόνια μαύρα)
Η ελπίδα σκοτεινιασμένη
Μαύρο το μέλλον
 
Πότε
θα πάψω πια να πληροφορούμαι
νούμερα και στατιστικές
(Με περισσότερα χρόνια καταδικάζεται ένας κλέφτης
παρά ο φονιάς που σκότωσε τη γυναίκα του
αν υπάρχει υποψία απιστίας)
 
Πότε
θα πάψω πια να μαθαίνω
λεπτομέρειες των φόνων
(μαχαιρωμένη 57 φορές)
Βιασμένη
Κακοποιημένη
 
Πότε
θα πάψω πια να εικάζω,
στη σκέψη του βλέμματός τους,
την αθωότητα και την άγνοια
 
Πότε
θα πάψω πια να πιστεύω
πως γυναίκα σημαίνει απάρνηση
(μη βγαίνεις, μη ντύνεσαι, μην είσαι)
Πως αν τολμήσεις ν’ αντισταθείς
σε υποχρεώνουν σε σιωπή
σε χτυπούν, σε σκοτώνουν
και στο τέλος
σε ενοχοποιούν
 
Όχι. Φανατισμένη δεν είμαι
όμως πώς
να πάψω πια να σκέφτομαι
πως εκείνοι οι νικηφόροι φονιάδες
(που άντρες δεν λογίζονται)
περπατούν πάνω στην ίδια επιφάνεια
κι αναπνέουν το ίδιο οξυγόνο
Νιώθω πως ένα δάκρυ
θα κυλήσει, μα αντ’ αυτού
μέσα βαθειά, κάτι σκληραίνει
 
Ο βράχος της πίστης,
λάβα που στερεοποιήθηκε,
ενώ να εκτιναχτεί θα ’πρεπε
κι όλα στο διάβα της να τα κάψει∙
μα τούτο για να γίνει
λίγη τρυφερότητα χρειαζόταν παραπάνω...
 
Πώς αλλιώς
να αποτινάξω τότε
ετούτη την τραχυμένη απελπισία
για να μη σχίζει τα μέσα μου
όπως έκαναν μ’ εκείνες
Με όλες τους...
 
Πώς έγινε κι αποξενωθήκαμε
απ’ την ψυχή μας τη συλλογική;
Πότε... πώς...
 
Για το τι και το πού
αμφιβολία δεν χωρά:
Εδώ και τώρα
εδώ και τώρα
 
Πότε
θα πάψω πια να νιώθω
πως εδώ και τώρα
δεν μας αξίζουμε

Φανατισμένη δεν είμαι / No es que quiera obsesionarme: ποιήμα της Μεξικανής ποιήτριας Pilar Rodríguez Aranda σε μετάφραση της Έλενας Σταγκουράκη, από το πρώτο άλμπουμ της Νίκης Κοκκόλη / Νicky Kokkoli Project Nascence 



Από τις εκπληκτικές πρώτες κυκλοφορίες της Amy Gadiaga, της Sarah Hanahan και της Nicky Kokkoli στον θεμελιώδη σύγχρονο ήχο του Kamasi Washington, της Lakecia Benjamin και του Immanuel Wilkins, και από την συνεργασία της Esperanza Spalding με τον latin jazz θρύλο Milton Nascimento στην σύμπραξη του Wynton Marsalis με την Jazz At Lincoln Center Orchestra – μαζί, jazz και πολιτική από το παρελθόν στο παρόν, από τη μία άκρη του Ατλαντικού στην άλλη, από τη ρατσιστική βία στις γυναικοκτονίες (φωτογραφία: Elizabeth Leitzell)