Σε οποιονδήποτε τόπο
μπορεί κανείς να νιώσει μουδιασμένος κι απροστάτευτος, και ακριβώς εκεί,
ανάμεσα στις πληγές και την πίκρα, βρίσκεται ο κατάλληλος τόπος για να
αναρωτηθεί τι είναι η αγάπη και αν τη χρειάζεται πραγματικά, πραγματικά όμως χρειάζεται να αναγνωρίσει πόσο μεγάλη ευλογία αλλά και μικρή κατάρα είναι να αποκτήσει έναν δεύτερο γενέθλιο τόπο, φυσικά τόπο του πόνου, όπως σε κάθε γέννα, αλλά και του
φωτός – αυτό είναι το δικό μου Λονδίνο, τόπος του φωτός, κι αν αυτό το φως ήταν
ήχος θα ακουγόταν έτσι, είμαι σίγουρος.
Δεν είναι εύκολο, αλλά η μουσική μπορεί να είναι διαχρονικά συναρπαστική,
τόσο θυμωμένη όσο και μελαγχολική, μπορεί να προστατεύσει την ειλικρίνειά της
από τη δημοφιλία της, μπορεί να φωτίσει τις ατομικές μας χαρές αλλά και τις
συντριβές, μπορεί να βγάλει τη γλώσσα της στην καταναλωτική ευδαιμονία, όχι
μόνο τότε, την πλαστική δεκαετία του 90, αλλά και σήμερα που τα δόντια του
νεοφιλελευθερισμού προβάλουν μέσα από το παγωμένο του χαμόγελο. Αυτό που είναι
δύσκολο για τη μουσική είναι να μην πληγωθεί κάνοντας όλα αυτά, να μη γίνουν οι
φίλοι της σκελετοί που παίζουν τον ρυθμό με τα κόκκαλά τους.
Οπότε, ναι, αγαπήσαμε πολύ τον ήχο των Soundgarden, και εκείνοι ανταποκρίθηκαν δίνοντάς μας τη
μουσική μας ταυτότητα, τη μουσική ταυτότητα μιας ολόκληρης γενιάς, πράγμα που συνοψίζεται
νομίζω πολύ καλά στην εμβληματική φωτογραφία του Lance Mercer που μπορείτε να δείτε και στην αφίσα της σημερινής εκπομπής: ο Chris Cornell έχει αφεθεί σε
μια θάλασσα από χέρια, έχοντας κάνει stage diving στο φεστιβάλ Lollapalooza το 1992. Τον προηγούμενο χρόνο οι Soundgarden είχαν κυκλοφορήσει το Badmotorfinger, το τρίτο και καλύτερο μέχρι τότε album τους, και με αυτό θα ξεκινήσουμε σήμερα.
Η σκηνή του
Seattleέβραζε υπόγεια αρκετά χρόνια πριν ξεσπάσει
το 1991, τελειώνοντας την ελαφρότητα, την επιτήδευση και την απίστευτη μουσική
ανία που κυριαρχούσε στην πλειοψηφία των mainstream αλλά και των εναλλακτικών
ακουσμάτων της δεκαετίας του 80. Υπήρχαν φυσικά διαφορές στο εσωτερικό της σκηνής και μεταξύ των πιο
δημοφιλών συγκροτημάτων της, όπως ήταν οι Nirvana, οι Pearl Jam, οι Soundgarden
και οι Alice In Chains – όλοι μαζί, ωστόσο, κατάφεραν να επαναπροσδιορίσουν με
πρωτότυπο και αυθεντικό τρόπο τη μορφή και το περιεχόμενο της rock μουσικής,
πράγμα που μέχρι τότε φαινόταν ακατόρθωτο καθώς τα συγκροτήματα που προηγήθηκαν
είχαν αποκτήσει μυθικό status, από τους Beatles μέχρι τους Black Sabbath και
από τους Led Zeppelin μέχρι τους Stooges.
Κοινή μουσική καρδιά της σκηνής του Seattle ήταν ένας τιτάνιος και
παραμορφωμένος κιθαριστικός ήχος: μέσα από ελάσσονες κλίμακες, πρωτότυπα
ρυθμικά μοτίβα και δυναμικές αντιθέσεις ανάμεσα στην ένταση και τη μελωδία, τα συγκροτήματα αντανακλούσαν πάνω στην αλλοτρίωση, την περιθωριοποίηση και τα προσωπικά και
κοινωνικά αδιέξοδα των συμμέτοχων της σκηνής, μουσικών και κοινού μαζί. Και οι μουσικοί
δεν ήταν ματαιόδοξα είδωλα σε mainstream ή εναλλακτικά βάθρα, αλλά έρχονταν από
τα κάτω όπως εμείς και είχαν τρωτές αρρενωπότητες σαν τις δικές
μας: τους συναισθανόμασταν αντί να τους θαυμάζουμε. Εδώ δεν υπήρχε η
αυταρέσκεια της επιτυχίας και ο κυνισμός της διασκέδασης, ούτε η ευπώλητη πόζα κάποιου
αυτοαποκαλούμενου νεωτερισμού.
Τo grunge, όπως επικράτησε να ονομάζεται αυτή η μουσική κουλτούρα, δεν
έμοιαζε με το rock της εποχής του, αλλά ούτε και με το hard rock του
παρελθόντος: ο ήχος τoυ ήταν πιο βαρύς και μελαγχολικός, τραχύς και σκοτεινός –
αλλά δεν ήταν ούτε metal ούτε punk ακριβώς, παρότι αντλούσε και συνέθετε
στοιχεία και των δύο. Με άλλα λόγια, ήταν ένας ήχος με διακριτή ταυτότητα και
αναγνωρίσιμο ύφος που υπερέβαινε συμβατικούς διαχωρισμούς και
κατηγοριοποιήσεις. Και, από αυτήν την άποψη, ήταν, μαζί με τη ραγδαία άνοδο του
hip hop και την πολύπλευρη ανάπτυξη του metal, η σημαντικότερη μουσική εξέλιξη
εκείνων των δεκαετιών, και όχι μόνο.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το magnum opus των Soundgarden, το album
Superunknown του 1994, είναι, μαζί με το αντίστοιχο album Dirt των Alice in
Chains, ίσως η πιο ολοκληρωμένη έκφραση της μουσικής κληρονομιάς της σκηνής. Τα
ογκώδη riffs, οι καθοριστικές μελωδίες και η ρυθμικά ασυνήθιστη προσέγγιση του
συγκροτήματος, η οδυνηρή και ταυτόχρονα ενδυναμωτική διαλεκτική της μουσικής
και των στίχων του Chris Cornell, η καθηλωτική κι όμως ευάλωτη φωνή του, η
αυτοσχεδιαστικά πρωτότυπη κιθάρα του Kim Thayil, η πέτρινη και την ίδια στιγμή
ελαστική rhythm section των Ben Shepperd και Matt Cameron: όλα όσα έκαναν τον
ήχο των Soundgarden να ξεχωρίσει φτάνουν με αυτό το album στο απόγειό τους, ενώ οι πρόβες
και τα demos που περιλαμβάνει η επετειακή έκδοση παρέχουν πρόσβαση στον τρόπο
με τον οποίο έφτασαν εκεί.
H αυθεντικότητα της σκηνής του Seattle θα δυσκολευτεί απέναντι στη μουσική
βιομηχανία, καθώς τα συγκροτήματα δεν ήταν διατεθειμένα να συμμορφωθούν με το
μάρκετινγκ του «εναλλακτικού» rock, ούτε ήταν προετοιμασμένα να διαχειριστούν
τις συνέπειες της παγκόσμιας δημοφιλίας, δυστυχώς με τραγικά αποτελέσματα. Η
πορεία των Nirvana θα σταματήσει πρόωρα με την αυτοκτονία του Κurt Cobain, και
το ίδιο θα συμβεί με την κλασσική σύνθεση των Alice In Chains λόγω της απώλειας
του Layne Staley, και αργότερα και του Mike Star, από υπερβολική δόση
ναρκωτικών, ενώ τα μέλη που επιβίωσαν θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να
ανακαλύψουν ένα νέο δρόμο. Μόνο οι Pearl Jam θα μπορέσουν να συνεχίσουν, αφού
όμως πρώτα κάνουν γενναίες αντιεμπορικές κινήσεις για να μειώσουν συνειδητά τη
δημοφιλία τους και να συρρικνώσουν την κλίμακα του κοινού τους.
Ούτε οι Soundgarden άντεξαν τη συνθήκη της «επιτυχίας»: διαλύθηκαν το 1997,
ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του ναι μεν σπουδαίου αλλά και αμφίθυμου ως προς
τη μουσική του κατεύθυνση πέμπτου album τους Down on the Upside. Η διάλυσή τους
ήταν «πράξη αυτοσυντήρησης», είχε πει ο Chris Cornell το 2005 στο Classic Rock,
η οποία διατήρησε την καλλιτεχνική ακεραιότητα της μουσικής τους και προστάτεψε
τους ίδιους από τη φθορά που έχει ένα συγκρότημα όταν καταλήγει να κάνει
περιοδείες και ηχογραφήσεις χωρίς να είναι περήφανο για αυτές: πρόκειται για
την πίεση που προκαλεί ο εξαντλητικός κύκλος εργασιών της μουσικής βιομηχανίας,
δηλαδή η συνεχής διαδοχή εκτεταμένων περιοδειών και νέων κυκλοφοριών, όπως
αναφέρει στην ίδια συνέντευξη ο Μat Cameron.
Με άλλα λόγια, οι Soundgarden «κατασπαράχθηκαν» από τη βιομηχανία της
μουσικής, όπως ισχυρίζεται ο Μat Cameron στην εφημερίδα The Guardian. «Αυτό που
μας ανάγκασε να διαλυθούμε, και όχι απλά να κάνουμε μια παύση», εξήγησε ο Chris
Cornell στο Revolver, «ήταν ότι οι Soundgarden είχαν γίνει business, και αυτή η
πλευρά άρχισε να μπορεί να μας υπαγορεύει τι θα κάνουμε και πού και πώς θα το
κάνουμε, είτε θέλαμε και νιώθαμε άνετα με αυτό, είτε όχι». Η απόφασή τους να
διαλυθούν διέσωσε το ακριβώς αντίθετο: την κοινότητα, το πνεύμα και την
πρακτική του ανήκειν σε ένα συγκρότημα, αυτό που ο Chris Cornell αποκαλεί
«συλλογικό όραμα» των Soundgarden. Αυτός είναι ο λόγος που δώδεκα χρόνια μετά
τη διάλυσή του το συγκρότημα θα μπορέσει να επιστρέψει, και τρία χρόνια αργότερα
να κυκλοφορήσει το King Animal, ένα από τα καλύτερα αλλά και λιγότερο προσιτά
albums των Soundgarden, ορίζοντας τι σημαίνει τίμια επανένωση.
Οι πρώτες κυκλοφορίες των Soundgarden μπορεί να είναι λιγότερο γνωστές αλλά
δεν είναι λιγότερο σημαντικές. Αν, για παράδειγμα, το Hunted Down, το θρυλικό
πρώτο single του συγκροτήματος από το μακρινό 1987, είναι ενδεικτικό του
αρχικού εναλλακτικού του ύφους, το Beyond the Wheel, με τα doom metal
χαρακτηριστικά και τα καταλυτικά φωνητικά του Chris Cornell από το πρώτο album
Ultramega OK του 1988, ήταν κομβικό όχι μόνο για τον ήχο των Soundgarden αλλά
και για τον επαναπροσδιορισμό του σκληρού ήχου συνολικά. Σε όλες τις
ηχογραφήσεις αυτής της περιόδου θα συναντήσουμε και τον πρώτο μπασίστα του
συγκροτήματος Hiro Yamamoto, o οποίος αποχώρησε το 1989.
Οι Soundgarden ηχογράφησαν σημαντικές διασκευές ως φόρο τιμής σε ένα ευρύ
φάσμα επιρροών και αγαπημένων τους τραγουδιών, ενδεικτικά από τον Howlin’ Wolf
στους Black Sabbath. Για παράδειγμα, η διασκευή του Come Together των Beatles,
b-side του single Hands All Over από το δεύτερο άλμπουμ Louder Than Love, είναι
χαρακτηριστική όχι μόνο του τρόπου που το συγκρότημα αναφερόταν και εμπνεόταν
από το παρελθόν, αλλά και του τρόπου που το επαναπροσέγγιζε και το ανανέωνε
διαφέροντας από αυτό. Και όπως συμβαίνει με όλους τους σπουδαίους μουσικούς, δε
μπορεί να γίνει αφιέρωμα στους Soundgarden χωρίς αναφορά στην επίδοση που είχαν
επί σκηνής, με ενδεικτικό παράδειγμα εδώ το Slaves & Bulldozers, στο οποίο
συνήθιζαν να αφήνουν τους εαυτούς τους ελεύθερους από μουσικές φόρμες και
συμβάσεις.
Κι όμως, παρά τα όποια και όσα καταφέρνει, στο τέλος η μουσική είναι
δύσκολο να μην πληγωθεί, με αποτέλεσμα να είναι αντίστοιχα δύσκολο να ακούει
κανείς σήμερα κομμάτια όπως το Like Suicide, ιδιαίτερα με τη συγκινητική
αμεσότητα που έχει η ηχογράφηση της πρόβας του. Στις 18 Μαΐου του 2017, μετά
από μια συναυλία που έμελλε να γίνει το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος χωρίς
κανείς να το έχει φανταστεί, ο Chris Cornell αφαίρεσε τη ζωή του στα πενήντα
δύο του χρόνια, έχοντας δώσει πολυετή μάχη με την κατάθλιψη και έχοντας μιλήσει
με γενναιότητα για αυτήν δημόσια. «Ο καλύτερος τραγουδιστής που έχουμε στον
πλανήτη», όπως τον είχε αποκαλέσει ο επιστήθιος φίλος του Eddie Vedder,
παραμένει ως «φωνή της γενιάς μας και διαχρονικός καλλιτέχνης», όπως
αναγράφεται στο μνήμα του. Και όταν η μουσική τελειώνει μένουμε μόνοι με την
πληγή που είναι το άλλο όνομα της αγάπης, ή τουλάχιστον το άλλο όνομα της
αγάπης μιας ολόκληρης γενιάς.
Η μουσική ταυτότητα μιας ολόκληρης γενιάς, μέσα από singles, b-sides, demos, πρόβες και live ηχογραφήσεις, και μια φωνή που μας λείπει και θα μας λείπει πάντα (σήμα: Pelican – Sirius, φωτογραφία: Lance Mercer, 12.12.2019 @ enfo | radio)
Χρειάζονται δύο άνθρωποι. Δύο τουλάχιστον. Ένας να φτιάχνει τις λέξεις κι ένας να τους βάζει φυτίλι, να τις ανάβει και να τις πετάει. Αλλά τι σας λέω κι εσάς, σάμπως πεινάσατε ποτέ τόσο ώστε να μπείτε ολόκληροι μέσα σ’ έναν άλλο άνθρωπο;
Ίσως αν καείτε, να μάθετε.
Να σας μάθω για πείνα λοιπόν. Ή για βουτιές σε σώματα ξένα, από κείνες που γραπώνεσαι από φλέβες και όργανα, να δεις τι έχουν να σου πουν για το βράδυ που ξεκίνησε. Και για φωτιές, να κλείσετε λίγο περισσότερο τα μάτια σας.
Μάθημα πρώτο. Μαζί τα μάθαμε. Κι αν φάγαμε κάτι, δεν ήταν τίποτ’ άλλο από τα μούτρα μας. Κι αυτά θα συνεχίσουμε να τρώμε. Μαθητευόμενοι μάγοι, αλλά όπως λέει κι ο σοφός «αν δεν φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις» Κι από παιδί φωτιές ονειρευόμουν.
Το παραπάνω απόσπασμα από το Αντάρτικο² του Δημήτρη Γκιούλου και του
Κωνσταντίνου Παπαπρίλη Πανάτσα ακούγεται, σε απαγγελία της Στέλλας Μαγγανά, στο
As a Child, I Always Dreamed of Fire των Damirah, από το album Lights and Guns and Fire που κυκλοφόρησαν το 2017. «Η τέχνη», γράφουν οι Damirah στη σελίδα τους, «δεν είναι κομμάτι των
ειδικών και των αυθεντιών. Είναι η προσπάθεια έκφρασης και μάχης, προσωπικής
και συλλογικής, ενάντια στη δυστοπία που βιώνουμε».
«Χρειάζονται τουλάχιστον δύο άνθρωποι, ένας να φτιάχνει τις λέξεις κι ένας να τους βάζει φυτίλι, να τις ανάβει και να τις πετάει»: πρωτοποριακές και πολιτικοποιημένες post-rock και post-metal κυκλοφορίες, πάντα και μόνο για ανοιχτές καρδιές – και ξέρετε τι παθαίνουν οι καρδιές όταν είναι ανοιχτές
Πώς πάνε τα πράγματα για τους από κάτω, δηλαδή για εμάς; Για όλους εμάς που ζούμε από τη
δουλειά μας, δηλαδή πουλώντας την εργατική μας δύναμη, είτε χειρωνακτική είτε
πνευματική είναι αυτή, στην αγορά εργασίας; Όχι καλά, λέει η Yolaστο Diamond Studded Shoes και έχει δίκιο γιατί όλη αυτή η δήθεν θετική αλλά στην
πραγματικότητα τοξική σκέψη – ξέρετε τώρα, όλα θα πάνε καλά, μην αγχώνεστε, μη
μιζεριάζετε κ.λπ. – σημαίνει μη διαμαρτύρεστε και μην αντιστέκεστε.
Γυναικείες αφηγήσεις, φεμινιστικές κριτικές και διαφυλετικές συνεργασίες στον σύγχρονο ήχο της alternative country / americana σκηνής – ή, αλλιώς, για να τελειώνουμε με τον μύθο περί συντηρητικής μουσικής από και για λευκούς άνδρες
«Υπάρχουμε για να βοηθάμε ο ένας τον άλλον,
τους αδελφούς μας, τις αδελφές μας, τους φίλους μας, τους εχθρούς μας – για να βοηθάμε, όχι να βλάπτουμε ο ένας τον άλλον.
Και γι’ αυτό πρέπει να βοηθάμε και τους εαυτούς μας, ώστε να μπορούμε να βοηθήσουμε
και τους άλλους […] Σας παρακαλώ να φροντίζετε τους εαυτούς σας κι αυτούς που
αγαπάτε γιατί γι’ αυτό είμαστε εδώ, αυτό είναι
το μόνο που έχουμε και μπορούμε να πάρουμε μαζί μας».
Τέτοια πράγματα έλεγε στο κοινό, σε μια συναυλία
του το 1987, ο Stevie Ray Vaughan– δεινός αυτοσχεδιαστής που αναδείχθηκε στη live σκηνή του Austin στο Texas, έγινε ο επιφανής
κιθαρίστας της γενιάς του, και χάθηκε πολύ νέος, στα 35 του, όταν έπεσε το
ελικόπτερο στο οποίο επέβαινε. Ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας του, ωστόσο,
συνεχίζει να ταξιδεύει στον χρόνο, συνδέοντας το παρελθόν και το μέλλον των blues.
Ενδεικτικά, το Texas Flood, από το ομώνυμο, πρώτο album του Stevie Ray Vaughan με τους Double Trouble το 1983, είναι διασκευή
τραγουδιού του Larry Davisαπό το 1958. Kαι ερμηνεύτηκε, αντίστοιχα,
από την κορυφαία σύγχρονη κιθαρίστρια Jackie Venson στο album της Live at Austin
City Limits του 2020, με τη συμμετοχή της Tameca Jones στα φωνητικά.
Aπό τις ριζοσπαστικές ηχογραφήσεις της Ma Rainey και του Lead Belly στις εκρηκτικές κιθάρες του Freddie King, του Stevie Ray Vaughan και της Jackie Venson – μαζί, δυο λόγια για τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤΚΙ ζευγαριών και τις πολιτικές εναντίον προσφύγων.